Είναι αδιανόητο για Έλληνες ή ξένους επισκέπτες να βρίσκονται στο μεγάλο ελληνικό λιμάνι και να μην περάσουν, τουλάχιστον μία φορά, από κάποιο τσιπουράδικο της περιοχής, να τσουγκρίσουν τα ποτηράκια τους και να μη γευθούν τους μεζέδες της θάλασσας.

Τα τσιπουράδικα στον σημερινό κοσμοπολίτικο Βόλο, δεν ήταν ανέκαθεν "must" για τον καθένα, όπως συμβαίνει σήμερα, αλλά μία απλή καθημερινή συνήθεια για ανθρώπους του μόχθου και μια κοινωνική τάξη που προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της, στην αρχές του περασμένου αιώνα.

Όλα ξεκίνησαν το 1922, όταν στο λιμάνι έφθαναν καραβιές προσφύγων από τη Σμύρνη και τα περίχωρά της, μετά την καταστροφή και οι χιλιάδες αυτοί άνθρωποι προσπαθούσαν απεγνωσμένα να πνίξουν τον πόνο, την απόγνωση και την απελπισία. Η φτώχεια ήταν αξεπέραστη και ο ανδρικός πληθυσμός πάλευε για ένα μεροκάματο. Ο ντόπιος πληθυσμός δεν είδε εκείνα τα χρόνια με «καλό μάτι» τους νεοφερμένους Έλληνες του ξεριζωμού.

Η εγκατάσταση των χιλιάδων προσφύγων στα βόρεια της πόλης, στην περιοχή που ονομάσθηκε Νέα Ιωνία, για τις αναμνήσεις όλων, δημιούργησε νέες συνθήκες και νέες συνήθειες...

Έτσι οι «κατατρεγμένοι» μετά τη δουλειά, έπνιγαν τη θλίψη τους με ένα ποτηράκι αλκοόλ. Το φθηνότερο ήταν ένα ντόπιο θεσσαλικό προϊόν που ονομαζόταν τσίπουρο. Δυνατό αλκοολούχο ποτό, που προέρχεται από το πρώτο απόσταγμα και γι αυτό πάντα οι πότες τον απολάμβαναν σε μικρά-πολύ μικρά-ποτηράκια.


Το τσιπουράκι προσφερόταν στα καφενεία της Νέας Ιωνίας, στο «Φαρδύ» και γύρω από την Ευαγγελίστρια στα στενά και στα σοκάκια. Πελάτες ήταν κυρίως λιμενεργάτες και καπνεργάτες που δεν ζητούσαν στραγάλια για συνοδευτικό, όπως στη γειτονική Λάρισα. Ζητούσαν φρέσκο μεζεδάκι από την πεντακάθαρη θάλασσα.

Το τσιπουράκι σερβιριζόταν πάντα σε μικρά μπουκαλάκια-μινιατούρες των 25ml και έτσι καθιερώθηκε το περίφημο 25άρι.Τα ποτηράκια τόσο μικρά, που θύμιζαν τα σημερινά «σφηνάκια». Και το πιατάκι του καφέ για τον μεζέ γέμιζε με ελιά, αγγουράκι, γαύρο και αντζούγια.

Ο ένας κερνούσε τον άλλον, η κατανάλωση αυξανόταν και οι μεζέδες άρχισαν να πολλαπλασιάζονται και να διαφοροποιούνται. Με κάθε 25άρι έπρεπε να σερβίρεται και ο ανάλογος μεζές. Το λιαστό-ψητό χταπόδι, οι σαρδέλες, τα χτένια, οι γυαλιστερές και κάθε είδους θαλασσινό έμπαινε στη λίστα του κάθε μαγαζιού.

Η φήμη για γλέντια με «το τίποτα» και οι μοναδικές γεύσεις, άρχισαν να εξαπλώνονται σε όλη την πόλη. Ντόπιοι και ξένοι ανηφόριζαν προς την Νέα Ιωνία για να δουν και να γευθούν από κοντά, τα θεϊκά, αλλά απλά της Νέας Ιωνίας.

Τα χρόνια πέρασαν και ο Βόλος μεγάλωνε πολύ. Οι ανάγκες αυξάνονταν, μαζί και οι απαιτήσεις. Και ήρθε ο καιρός που η πόλη αποδέχθηκε τα τσιπουράδικα, έγιναν «καθώς πρέπει» και πλούσιοι και φτωχοί απολάμβαναν και αποθέωναν την ατελείωτη ποικιλία των μεζέδων συνοδεία του τσίπουρου.

Σήμερα στην πόλη του Βόλου και τα προάστιά του, λειτουργούν πάνω από 570 τσιπουράδικα. Σερβίρονται μεζέδες εξαιρετικών γεύσεων και μοναδικής αισθητικής.

Από τα περίφημα τσιπουράδικα του Βόλου, έχουν περάσει ηγέτες κρατών και κυβερνήσεων, πολιτικοί, εφοπλιστές και πανίσχυροι οικονομικοί παράγοντες, καλλιτέχνες και άνθρωποι του πνεύματος.

Ο Αριστοτέλης Ωνάσης, Σμυρνιός στην καταγωγή, είχε βρει τον παράδεισό του. Η Σοφία Λόρεν όταν δοκίμασε τους κολιτσιάνους (τις περίφημες ανεμώνες της θάλασσας) θέλησε να δει με τα μάτια της στην κουζίνα πώς φτιάχνονται και η βασίλισσα Σοφία της Ισπανίας πριν μερικά χρόνια, μακριά από τα πρωτόκολλα, είπε ότι δεν έχει απολαύσει καλύτερες γεύσεις και ο Νίκος Ξανθόπουλος, τη δεκαετία του '60 είχε το «δικό» του μαγαζί δίπλα στην Ευαγγελίστρια.

Σήμερα τα τσιπουράδικα του Βόλου είναι διάσημα στα πέρατα της Γης. Μέρα και νύχτα γεμίζουν από κόσμο. Τουρίστες που φθάνουν με τα κρουαζιερόπλοια κατακλύζουν τα τραπέζια για να απολαύσουν τις γεύσεις και ο κάθε επισκέπτης θα κανονίσει με την συντροφιά του, να γευθεί τα καλύτερα. Και τα καλύτερα υπάρχουν παντού, αλλά η καρδιά της τσιπουροκατάνυξης εξακολουθεί να χτυπά, ειδικά για τους μυημένους και τους γνώστες, κάπου στη Νέα Ιωνία.