Την γνωρίζουμε όλοι ως Στέλλα Κονιτοπούλου, ενώ το πραγματικό της όνομα είναι Στέλλα Κλουβάτου. Γιατί επέλεξε να κάνει καριέρα ως Κονιτοπούλου;

«Σε ηλικία 15 ετών συμμετείχα στον οικογενειακό δίσκο με τίτλο «θάλασσα και παράδοση με το Κοντοπουλέικο και δεν γινόταν να αναφερθώ στο εξώφυλλο με άλλο επίθετο! Μετά δεν είχε επιστροφή! (γέλια)» τόνισε στην Espresso.

- Ωραία παιδικά χρόνια στη Νάξο;

«Κρατάω απίθανες αναμνήσεις από τον Κινίδαρο, παρ’ όλο που μετακομίσαμε στην Αθήνα όταν ήμουν έξι χρόνων, θυμάμαι ότι πεταγόμουν από το κρεβάτι στις 6 το πρωί και έτρεχα Στο χώρο χτυπώντας τις πόρτες, για να ξυπνήσει ο κόσμος. Μία, δύο, τρεις... μου έβγαλαν το παρατσούκλι «Ξυπνητήρι» και οι γηραιότεροι με φωνάζουν έτσι ακόμα και σήμερα!»

-Η μητέρα σας τραγουδούσε τότε. Σας έλειπε;

«Πάρα πολύ. Γι' αυτό και όταν έγινα η ίδια μαμά έδωσα στην κόρη μου αυτό που δεν είχα από τη δική μου. Καμαρώνω, λοιπόν, όταν η Αγγελική λέει πως είμαι η καλύτερη μανούλα του κόσμου.»

-Πώς αποφασίσατε να μετακομίσετε στην πρωτεύουσα;

«Όλα τα αδέλφια της μαμάς μου, ο Γιώργος Κονιτόπουλος, η Ειρήνη Λεγάκη - Κονιτοπούλου, ο Κώστας και ο Βαγγέλης Κονιτόπουλος, εργάζονταν εδώ και γνώριζαν μεγάλη επιτυχία. Ο παππούς επιθυμούσε να έρθουμε και εμείς για μια καλύτερη ζωή. Άλλωστε, στη Νάξο δεν υπήρχε προοπτική.»

-Το πρώτο σας σπίτι;

«Ένα υπόγειο στην πλατεία Κυψέλης με δικό του κήπο. Για τους γονείς μου δεν έπαιζε ρόλο αν θα μέναμε σε ρετιρέ ή διαμέρισμα πολυτελείας, φτάνει να είχε δύο μέτρα γης με λουλούδια και δέντρα.

-Εκεί πώς ήταν;

«Η μαμά μου, η σπουδαία Αγγελική Κονιτοπούλου ήταν πάλι απούσα τα βράδια, όμως την ημέρα ζούσαμε μεγάλες στιγμές! Τραγουδούσε κάνοντας πρόβες και, όταν χαλάρωνε, έβαζε στο πικάπ δίσκους της Μαρίζας Κωχ και του Στέλιου Καζαντζίδη, και όλο κ απτή γέμιζε νότες. Σιγά σιγά με έβαλε και στην κουζίνα, και με έμαθε να μαγειρεύω. Σε ηλικία 11 ετών δεν υπήρχε φαγητό που δεν ήξερα να φτιάχνω.»

-Πότε καταλάβατε ότι θέλετε να βγείτε στον κόσμο και να τραγουδήσετε;

«Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στο Εθνικό Ωδείο. Έτσι, ένα βράδυ στη χοροεσπερίδα του χωριού μας, με την παραίνεση του θείου μου Βαγγέλη Κονιτόπουλου, εμφανίστηκα στη πίστα. Ήμουν μόλις 12 ετών και είπα το «Καμπάνα του εσπερινού» της Χαρούλας Αλεξίου. Το είπα καλά, αλλά από σκηνική παρουσία δεν θέλω να το θυμάμαι, (γέλια)»

-Η μητέρα σας πώς αντέδρασε;

«Ήταν στα καμαρίνια και, όταν με άκουσε, κατέβηκε με θυμό στην αίθουσα για να με επιπλήξει. Τότε έπεσα στην αγκαλιά της κλαίγοντας και της είπα ότι ήθελα να ακολουθήσω τα βήματα της. Το πρόσωπο της μαλάκωσε και με έσφιξε με αγάπη.»

-Μετά αρχίσατε επαγγελματικά;

«Ναι! Με έβαλαν αρχικά οι θείοι μου να λέω το τραγούδι «Μεγάλη στιγμή» της Μπέσσυς Αργυράκη και μετά έφευγα για το σπίτι να κοιμηθώ και την άλλη μέρα το πρωινά πάω σχολείο.»

-Υπήρχε κάτι που δεν σας άρεσε τότε;

«Η προκλητικότητα κάποιων. Υπήρξε παραγγελιά πελάτη που απαίτησε από όλους μας, τραγουδιστές και ορχήστρα, να είμαστε όρθιοι και να τον χειροκροτούμε όσο χόρευε. Ένιωσα προσβολή και ακόμη μεγαλύτερη, όταν ο θείος μου με έβαλε να μαζέψω από κάτω τα χρήματα που μας πετούσε επιδεικτικά. Τότε ανακοίνωσα στη μαμά μου ότι δεν θα εμφανιστώ ξανά σε πανηγύρι.»