Είσαι 21 ετών σε μία ασήμαντη πόλη του Κάνσας. Μόλις “έπιασες” δουλειά στο εργοστάσιο παρασκευής κονσερβών μίας Αμερικανικής πολυεθνικής.

Κάνεις όνειρα με την κοπέλα σου, η οποία είναι μόλις 20 και εργάζεται σε ένα μικρό μαγαζί τροφίμων της πόλης. Κάνετε τα σχέδια σας μέσα στην πάμφθηνη Σεβρολέτ, την οποία αγόρασες με την βοήθεια των γονιών σου, εργατών επίσης.

Είναι το 1968 και ένα απόγευμα επιστρέφεις σπίτι σου και βρίσκεις ένα χαρτί. Είναι μία πρόσκληση να παρουσιαστείς για να υπηρετήσεις την πατρίδα σου. Για πού; Για το Βιετνάμ! Που είναι αυτό;

Ποτέ σου δεν το έχεις ακούσει, κάτι λίγα από τις ειδήσεις στο ραδιόφωνο, εξ΄ άλλου δεν ήσουν ποτέ καλός στην γεωγραφία. Μόνο την Ουάσινγκτον γνωρίζεις και την Αγγλία.

Σε δύο μήνες και χωρίς καν να το έχεις καταλάβει είσαι σε μία ζούγκλα που ούτε στους χειρότερους εφιάλτες δεν είχες δει κρατώντας ένα Μ16 και είσαι φορτωμένος σφαίρες. Δίπλα σου είναι κάποιος από το Τέξας, ένας μαύρος από την Νότια Καρολίνα, ένας από την Νέα Υόρκη και κάποιος Ιαπωνικής καταγωγής από την Καλιφόρνια.

Περπατάτε στον εφιάλτη και δέχεστε επίθεση από Βιετκόνγκ. Ο Τεξανός τραυματίζεται βαριά, ο μαύρος σκοτώνεται και ο Ιάπωνας ωρύεται. Η μάχη ήταν πολύ σύντομη, αλλά θανατηφόρα.

Μαζί με τον Ιάπωνα δένεις το τραύμα του Τεξανού, τα έντερά του είναι έξω και το αίμα ρέει ενώ φορτώνεστε και οι δύο ο ένας τον νεκρό και ο άλλος τον τραυματία. Αναρωτιέσαι επιστρέφοντας στην μονάδα σου.

Για ποιόν πολεμάω τώρα; Για την Αμερική, για τους Νότιο-βιετναμέζους για ποιόν; Και γιατί όλα αυτά; Τίποτα από τα παραπάνω. Πολεμάς για τον σύντροφό σου στην μάχη. Για τον συμπολεμιστή σου. Γι΄ αυτόν πολεμάς.

Η πατρίδα σου μπορεί να σφάλει. Μπορεί να είναι τρομερά άδικο το ότι είσαι εκεί, χωρίς να γνωρίζεις ούτε τον λόγο ούτε την αιτία. Μπορεί να μην γυρίσεις ή να γυρίσεις μισός. Κοιτάζεις την φωτογραφία της αγαπημένης σου. Νομίζει ότι είσαι ήρωας. Δεν μπορεί καν να φανταστεί ούτε στο ελάχιστο την κόλαση που βιώνεις.

Για ποιόν πολεμάς λοιπόν; Πολεμάς για τον συμπολεμιστή σου. Εάν τον αγαπάς, αγαπάς και την πατρίδα σου. Εάν δεν τον αγαπάς δεν αγαπάς την πατρίδα σου.

Είσαι στην Ελλάδα και βιώνεις αθλιότητες και μνημόνια και εξανίστασαι και ρωτάς συνέχεια τον εαυτό σου γιατί να πολεμήσω; Για όσους οδήγησαν και οδηγούν την χώρα σου στο μαύρο χάλι; Ή απολαμβάνουν τους κλεμμένους κόπους σου και σε εξαθλιώνουν;

Γιατί να πολεμήσεις; Για τον συνάνθρωπό σου. Εάν δεν τον αγαπάς, δεν αγαπάς την πατρίδα σου. Γι’ ΑΥΤΟΝ πολεμάς και μέσω αυτού για την πατρίδα σου!