Θεωρώ πως η αθεΐα δεν αποτελεί απειλή για την ορθοδοξία, την πίστη του καθενός. Και το λέω αυτό, καθότι συχνά ακούμε φωνές εντός των τειχών της εκκλησίας, οι οποίες εναντιώνονται στον αθεϊσμό, ενώ την ίδια στιγμή «ο άθεος μπορεί να είναι καλύτερος από αυτόν που επαναλαμβάνει ‘’Κύριε, Κύριε’’», όπως σημειώνει ο Nicolas Berdiaeff, στο βιβλίο του «Αλήθεια και Αποκάλυψη».

Είναι γνωστό πως ο αθεϊσμός γεννήθηκε στη Δύση. Η δυτική θεολογική σκέψη προσπάθησε να γνωρίσει τον Θεό μέσα από την νόηση. Αυτό, οδήγησε στην εμφάνιση του φιλοσοφικού ρεύματος της αθεΐας τον 19ο αιώνα, καθώς οι φιλόσοφοι δεν κατάφερναν να αποκτήσουν γνώση του Θεού, μέσα από τη λογική, άρα και Τον απέρριπταν. Αυτό είχε ως απόρροια την ειδωλοποίηση του Θεού και την μετατροπή του σε ιδέα. Είναι αυτό που λέει ο Feuerbach, ότι δηλαδή στη Δύση ο άνθρωπος δημιούργησε τον Θεό κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση δική του. Ο Nietzsche, αυτό πολέμησε με πάθος, την μετατροπή του Θεού σε ιδέα.

Ο Nicolas Berdiaeff, στο προαναφερθέν βιβλίο του, αναφέρεται στην αθεΐα της ημέρας και στην αθεΐα της νύκτας. Η πρώτη (18ος - 19ος αι.), την οποία ο Berdiaeff αποκαλεί «αισιόδοξη», είναι εκείνη του Διαφωτισμού, του Rousseau, Diderot, του Voltaire, που εξήρε τη λογική και έλεγε πως δεν χρειάζεται ο Θεός αφού η ανθρώπινη φύση είναι καλή. Η δεύτερη (20ος – 21ος αι.), είναι εκείνη του Sartre, Camus, Heidegger, αλλά και η σκληρή αθεΐα των σύγχρονων Richard Dawkins, Michael Onfray, Sam Harris, Daniel Dennett. Ο δεύτερος είναι ένας σκληρός κι επιθετικός αθεϊσμός, ο οποίος όχι μόνο δεν πιστεύει στην ύπαρξη του Θεού, αλλά με σκληρή γλώσσα μάχεται τον Θεό.

Αν και κατά Berdiaeff δεν υφίσταται συνεπής αθεΐα αλλά ειδωλολατρία (άποψη που υποστηρίζει και ο π. Ν. Λουδοβίκος), τίθεται ένα ερώτημα. Γιατί οι άνθρωποι γίνονται άθεοι; Ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος, στο τελευταίο του βιβλίο διηγείται το εξής περιστατικό: «Πριν από λίγο καιρό έκανα μία διάλεξη στην Θεσσαλονίκη και με πλησιάζει στο τέλος ένας καθηγητής του πανεπιστημίου. Κάτι άκουσε, απ’ ότι φαίνεται, και του άρεσε. Με πολύ ορμή έρχεται, μου αρπάζει το χέρι μου και μου λέει: ‘’Πολύ μου άρεσαν όσα είπατε. Εγώ είμαι ένας σχεδόν άθεος’’. Του απαντώ αυθόρμητα: ‘’Και εγώ είμαι ένας σχεδόν χριστιανός’’. Οι άνθρωποι γίνονται άθεοι γιατί δεν θέλουν να έχουν έναν Θεό, που δεν είναι άξιος Θεού». Ε, λοιπόν, αυτός ο Θεός που δεν είναι άξιος Θεού, είναι ο Θεός όπως Τον είδε η δυτική θεολογία.

Από τα παραπάνω λόγια φαίνεται πως πολλοί φιλόσοφοι στη Δύση, δεν ασχολήθηκαν με το θέμα της ύπαρξης του Θεού για τον λόγο ότι δεν τους ενδιέφερε ένας Θεός όπως τους Τον γνώρισε η χριστιανική Δύση. Είναι θέμα της περί του Θεού αντίληψης. Δεν τους ενδιέφερε ένας Θεός τιμωρός, που γεμίζει με ενοχές τους ανθρώπους. Ο Kant εναντιώθηκε σε αυτό και δεν τον ένοιαζε πλέον να αποδειχτεί η ύπαρξη του Θεού, παρά τον ενδιέφερε να είναι ηθικός άνθρωπος. Δεν τους ενδιέφερε ένας Θεός που γίνεται αντιληπτός μέσα από τη λογική (το αδιέξοδο της δυτικής θεολογίας σε αντίθεση με την αποφατική θεολογία των Πατέρων όπου στον Θεό, κατά Μάξιμο Ομολογητή, πρέπει να αποδίδουμε όχι το είναι αλλά το μη είναι). Τον Θεό της Δύσης γνώρισε ο Δανός φιλόσοφος Kierkegaard, που δεν δέχτηκε να τον χειροτονήσουν επίσκοπο, γιατί όπως έλεγε ο ίδιος, δεν ήθελε να συμμετάσχει στην μεταχείριση του Θεού ως παλαβού. Τον Θεό της χριστιανικής Δύσης, γνώρισε και ο Nietzsche, ο οποίος και εναντιώθηκε στον προτεσταντισμό. Γι’ αυτό διακήρυξε πως «ο Θεός πέθανε», επειδή ο Θεός της Δύσης κατάντησε ιδέα. Η αθεΐα του Nietzsche υποφέρει για τον «θάνατο» του Θεού, δεν χαίρεται. Δεν τους ενδιέφερε, επίσης, τους φιλοσόφους ένας Θεός που ελέγχει την ελευθερία των ανθρώπων. Σ’ αυτό το ζήτημα, ο υπαρξισμός του Sartre υπήρξε σαφής. Για τον Sartre, «ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος». Για τον ίδιο, αν υπάρχει Θεός, τότε ο άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος, γιατί σε μία τέτοια περίπτωση, καταπιέζεται ο άνθρωπος από τη βούληση του Θεού.

Ο Μάξιμος Ομολογητής θα έλεγε κάτι άλλο. «Έχουμε το ‘’είναι’’ μας δεδανεισμένο», δηλαδή το υπαρξιακό μας «είναι» αναφέρεται στον Θεό, κάτι που φυσικά για τους Πατέρες δεν σημαίνει κατάργηση της ανθρώπινης ελευθερίας. Κι έρχεται ένας πρώην μαθητής του Sartre, ο René  Eni, που βαφτίζεται ορθόδοξος στο Άγιο Όρος, και μας λέει: «Η εμπειρία μου από την ορθοδοξία βρίσκεται πολύ πέρα από τα λόγια, εκεί όπου υπάρχει ένα πρόσωπο: το πρόσωπο του ανθρώπου. Το πρόσωπο του Θεού. Η εικόνα. Όλη η ελευθερία εκεί βρίσκεται».

Η αθεΐα της νύκτας, γνωστή και ως νεοαθεϊσμός, ευαγγελίζεται έναν «τραγικό αντιανθρωπισμό» κατά Χρυσόστομο Σταμούλη. Τον θεωρώ σκληρό, προσβλητικό, εχθρικό με τον Θεό. Δεν δείχνει να έχει προτάσεις, παρά απωθημένα και ενεργεί αντιδραστικά στην ύπαρξη του Θεού. Η αθεΐα αυτή αναδεικνύει τον άκρατο ηδονισμό και καταδικάζει την ασθενή φύση, προβάλλοντας, έτσι, το υγιές και δυναμικό στοιχείο του ανθρώπου (θυμίζει τον «υπεράνθρωπο» του Nietzsche). Για τον Michael Onfray, ο Εσταυρωμένος είναι ένα «ακρωτηριασμένο πτώμα» που δεν αποτελεί υγιές πρότυπο. Ο εξελικτικός βιολόγος Richard Dawkins, δηλώνει πως η θρησκεία εμποδίζει τον ορθολογισμό, η πίστη στον Θεό είναι παραλογισμός και πως ο Θεός είναι αυταπάτη. Γι’ αυτό και γράφει προς την κόρη του Juliet όταν εκείνη ήταν δέκα ετών, πως η αίσθηση των θρησκευόμενων ανθρώπων για τον Θεό, την οποία ονομάζουν αποκάλυψη, «δεν είναι από μόνη της σοβαρός λόγος για να πιστέψεις» και την προτρέπει να ζητάει αποδείξεις.

Η Δύση είναι η ευκαιρία της Ανατολής. Η θεολογία των Πατέρων δεν χρειάζεται να εξορκίσει τη Δύση, αλλά να δώσει νόημα στα τραγικά υπαρξιακά της αδιέξοδα. Ας διαλεχθεί, επιτέλους, η εκκλησία με τον αθεϊσμό. Ας έχουμε στο νου μας μία αλήθεια. Ο Camus, o Sartre, ο Nietzsche, ο Heidegger και άλλοι, υπήρξαν άθεοι ή πάλευαν μέσα στην αθεΐα τους, καθώς μεγάλωσαν σε ένα περιβάλλον, αυτό του χριστιανισμού της Δύσης, όπου ο Θεός είναι ένας τιμωρός Θεός, που δημιουργεί απωθημένα, απομακρύνεται από τον άνθρωπο και θεωρείται ως ιδέα. Αν όλοι αυτοί γνώριζαν τη θεολογία των Πατέρων, αν συναντούσαν τον Μάξιμο Ομολογητή, τον Γρηγόριο Νύσσης, τον Ισαάκ Σύρο, ενδεχομένως να αναθεωρούσαν πολλά από τον άθεο υπαρξισμό τους. Ο Camus, βέβαια, κάτι υποψιάστηκε. Γι’ αυτό και όταν διάβασε το βιβλίο του Vladimir Lossky, «Η μυστική θεολογία της Εκκλησίας της Ανατολής», αναφώνησε: «Επιτέλους, τώρα μπορούμε να συζητήσουμε με το χριστιανισμό».