Η ιχθυόσκαλα της Πάτρας αποτελεί ένα ξεχωριστό μέρος για το λιμάνι που διατηρεί την δική του ιστορία αφού εδώ και δεκαετίες έχει ζωή.

Του δίνουν ζωή οι ψαράδες που με τα καΐκια τους φεύγουν τα ξημερώματα για να πάνε στα ανοικτά και γυρίζοντας φέρνοντας με την τράτα τους, το φρέσκο ψάρι που αργότερα θα πουληθεί στα ιχθυοπωλεία.

Η ζωή κορυφώνεται στην ιχθυόσκαλα τις πολύ πρωινές ώρες. Όταν η πόλη μόλις ξυπνά, είναι η ώρα που συνήθως οι ψαράδες γυρίζουν από τα ανοικτά φέρνοντας τις ψαριές τους μαζί τους.

Οι ψαριές αυτές είναι η βιοπάλη και ο αγώνας τους, ενώ η θάλασσα είναι η αγάπη τους, αυτή που τους προσφέρεται κάθε ξημέρωμα για να κάνουν τα δικά τους ταξίδια, μέσα από τα όνειρα και τα κύματα.


Οι ψαριές άλλωστε τα τελευταία χρόνια, όπως μας είπαν οι ίδιοι ολοένα και μειώνονται, τα ψάρια λιγοστεύουν και μαζί με αυτά τα κέρδη τους από το επάγγελμα του ψαρά.

Όμως η θάλασσα για πολλούς από αυτούς δεν είναι επάγγελμα. Είναι αγάπη και το καΐκι το βιός τους. Βρήκαμε ορισμένους από αυτούς μόλις να έχουν επιστρέψει από την τράτα τους να πίνουν το κρασί τους και να τρώνε την κακαβιά τους, στο καφενέ της ιχθυόσκαλας, κάνοντας μεταξύ τους αστεία. 

Τον χειμώνα ο καιρός δεν τους επιτρέπει πάντα να βγαίνουν στα ανοικτά για την τράτα τους. Υπάρχουν όμως μέρες που είναι καλύτερες από το καλοκαίρι και την άνοιξη συνάμα. Το καλοκαίρι πολλοί από αυτούς φτάνουν στο Ιόνιο και κτενίζουν τις γύρω ακτές και τις θάλασσες, επιστρέφοντας στα σπίτια τους μετά από ένα ή και δύο μήνες ακόμα.

Όμως είναι γεγονός ότι τα ψάρια έχουν λιγοστέψει και μαζί με τα ψάρια έχουν μειωθεί τα καΐκια και οι ψαρόβαρκες που αράζουν μπροστά από την ιχθυόσκαλα. Κάποτε η ιχθυόσκαλα αυτή ήταν γεμάτη από καΐκια. Ακόμα όμως και έτσι οι βάρκες, τα δίχτυα, η μυρωδιά του ψαριού, δίνει ένα ξεχωριστό χαρακτήρα σε αυτό το μέρος.


Η Πάτρα, εξάλλου, πάντοτε ζούσε μέσα από την θάλασσα και η θάλασσα για αυτή ήταν ζωή. Μία ζωή που συνεχίζεται και θα συνεχίζεται όσο αν αυξάνονται οι δυσκολίες.

Το λέει ο νόμος της θάλασσας άλλωστε. Μετά την καταιγίδα έρχεται η νηνεμία, μετά το πούσι, έρχεται και η ξαστεριά.