«Δέν δυνάμεθα ἐπ’ οὐδενί λόγῳ νά δεχθοῦμε ὁποιαδήποτε ὑποβάθμιση ἢ θεσμική ὑποτίμηση τῆς Ἐκκλησίας, στό πλαίσιο εἲτε τῆς ἀναθεωρήσεως τοῦ Συντάγματος, εἲτε τῆς τροποποιήσεως τῆς κοινῆς νομοθεσίας», διαλαλεί το ψήφισμα Ιερατικής Σύναξης της Μητροπόλεως Πατρών.

Ουδεμία υποβάθμιση ή θεσμική υποτίμηση της Εκκλησίας θα δεχθούν οι κληρικοί της Πάτρας, διατρανώνουν ρητά και κατηγορηματικά.

Με αυτή τη λογική, αυτοί οι φέροντες την «αποστολική διαδοχή», μάλλον διαρρηγνύουν κάθε σχέση μαζί της – όπως και όλοι οι κληρικοί που το αυτό φρονούν – καθώς ο Απόστολος Παύλος άλλα λέει στην Α’ προς Κορινθίους Επιστολή του (η συγκεκριμένη περικοπή, μάλιστα, διαβάζεται στην εορτή του Αγίου Ανδρέου): «…λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι.».
Τι σχέση έχει αυτή η λογική του Αποστόλου Παύλου με την «θεσμική» Εκκλησία την οποία προασπίζονται μετά μένους οι κληρικοί;

Το Παύλειο πνεύμα διαποτίζει και την προς Διόγνητον Επιστολή (αρχαίο κείμενο της Εκκλησίας). Παραθέτουμε το γνωστό απόσπασμα, γιατί φαίνεται πως το ξεχνάμε:
«Οι Χριστιανοί δεν ξεχωρίζουν από τους άλλους ανθρώπους στην γλώσσα ομιλίας, ούτε στις συνήθειες. Ούτε κατοικούν σε δικές τους ξεχωριστές πόλεις, ούτε χρησιμοποιούν κάποια γλωσσική διάλεκτο διαφορετική, ούτε ζουν με «περίεργο» τρόπο! Δεν έχουν επινοήσει κάποιο «παράξενο» τρόπο ζωής στηριγμένοι στην ανθρώπινη περιέργεια, ούτε και προΐστανται όπως μερικοί μιας ανθρώπινης διδασκαλίας. Κατοικούν σε ελληνικές ή βαρβαρικές πόλεις, όπως συνέπεσε ο καθένας, και διαβιούν με τις τοπικές συνήθειες και τον τρόπο ενδυμασίας και τροφής του κάθε τόπου ενώ συγχρόνως γίνεται φανερή η θαυμαστή και αξιοπρόσεκτη συμπεριφορά τους. Ζουν στην δική τους ο καθένας πατρίδα αλλά ως πάροικοι.

Μετέχουν σε όλα τα κοινά ως πολίτες και υπομένουν τα πάντα, όμως σαν να ήσαν ξένοι. Η ξενιτειά είναι πατρίδα τους και η πατρίδα τους ξενιτειά. Παντρεύονται όπως όλοι και γεννούν παιδιά αλλά δεν τα σκοτώνουν. Γήινοι άνθρωποι είναι αλλά δεν ζουν με ζωώδη τρόπο. Διαβιούν στην γη αλλά έχουν το πολίτευμα στον ουρανό. Υπακούουν στους κρατικούς νόμους αλλά με τον τρόπο ζωής τους ξεπερνούν τους νόμους. Αγαπούν τους πάντες έστω κι αν διώκονται από όλους. Αγνοούνται και κατακρίνονται από πολλούς, φονεύονται αλλά «ζωοποιούνται». Γίνονται φτωχοί από πεποίθηση και «πλουτίζουν» τους άλλους. Στερούνται σχεδόν των πάντων αλλά δίνουν σε όλους. Περιφρονούνται από τους ανθρώπους αλλά γίνεται δόξα γι’ αυτούς η περιφρόνηση. Συκοφαντούνται αλλά δικαιώνονται. Χλευάζονται και αυτοί ευλογούν. Υβρίζονται και τιμούν. Ενώ κάνουν το καλό, τιμωρούνται ως κακοί· όταν όμως τιμωρούνται χαίρουν γιατί έτσι αποκτούν την «ἐν Χριστῷ» ζωή.».

Το παραπάνω απόσπασμα δίνει απαντήσεις σε πολλά από τα σύγχρονα προβλήματα που αντιμετωπίζει η «Ορθόδοξη Ελλάς», όπως το προσφυγικό, το οικονομικό, το εθνικό κ.ο.κ.

Δεν μπορεί η Εκκλησία να είναι δέσμια του «θεσμού». Η Εκκλησία υπάρχει πέρα και πάνω από Συντάγματα και νόμους. Δυστυχώς φαίνεται ότι αυτό δεν έχει γίνει συνείδηση στον κλήρο της σημερινής «θεσμικής» Εκκλησίας.

Φυσικά δεν ζούμε στην εποχή του Παύλου ούτε της προς Διόγνητον Επιστολής και η Εκκλησία έχει υπάρξει για αιώνες «κρατικός» θεσμός (Βυζάντιο) και για δύο περίπου αιώνες στο νέο ελληνικό κράτος.

Όμως, στην εποχή της μετανεωτερικότητας το να δηλώνει η Εκκλησία ότι δεν πρόκειται να δεχθεί καμία «θεσμική υποτίμηση», είναι τουλάχιστον κωμικό.
Οι περισσότεροι των εν Ελλάδι εκκλησιαστικών μας ταγών, διαλαλούν καθημερινά ότι «η Εκκλησία διώκεται», ότι «η παγκοσμιοποίηση θέλει να μας ισοπεδώσει» και άλλα παρόμοια.

Αν αυτό συμβαίνει – γιατί το επ’ εμοί δεν το βλέπω, κι ας ολοφύρονται οι πολλοί για το αντίθετο – τότε πάλι θα πρέπει να μας εκφράζει η προς Διόγνητον Επιστολή: «Από την στέρηση των αναγκαίων η ψυχή γίνεται καλύτερη και οι Χριστιανοί διωκόμενοι πολλαπλασιάζονται. Σ' αυτήν την αποστολή τους έταξε ο Θεός και δεν είναι σωστό να την αποφεύγουν.»

Ο Θεός, δηλ., δεν μας έταξε σε μια «καλοπέραση», σε μια κοινωνία όπου οι χριστιανοί θα προστατεύονται απολύτως και θα είναι βολεμένοι. Μας είπε ξεκάθαρα: «ει εμέ εδίωξαν, και υμάς διώξουσιν». Και όταν μιλάμε για «διωγμούς» δεν εννοούμε, φυσικά, αυτούς που επικαλούνται οι εν Ελλάδι κληρικοί, οι οποίοι απολαμβάνουν ουκ ολίγων προνομίων ακόμα…