Ο Κώστας Νταλιάνης γράφει για την παράσταση "Για πάντα μαζί":

Στο ανανεωμένο θέατρο «Γραμμές Τέχνης» παίζεται το σημαντικό έργο του θεατρικού συγγραφέα Μπάμπη Τσικληρόπουλου, ενός από τους καλύτερους σύγχρονους δραματουργούς. Ο Μπάμπης Τσικληρόπουλος (1939 – 2011), από τον Πύργο Ηλείας, έκανε την εμφάνισή του στα γράμματα το 1966, με την ποιητική συλλογή «Επίσκεψη». Έργα του παρουσιάστηκαν τόσο από κρατικούς θεατρικούς φορείς (Εθνικό Θέατρο, ΚΘΒΕ κλπ) όσο και από το ελεύθερο θέατρο, σε Ελλάδα και εξωτερικό. Το έργο του «Ωχ τα νεφρά μου», -που διασκεύασε για την παράσταση «Για πάντα μαζί» η Κατερίνα Φρουφρή, γραμμένο το 1994, πρωτοανέβηκε από το Θέατρο «Μάσκες», σε σκηνοθεσία Γ. Χριστοφιλάκη.

Η γραφή του Μπάμπη Τσικληρόπουλου καταγγέλλει τον ασφυκτικό κλοιό που δημιουργεί η σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα στο ανθρώπινο υποκείμενο. Εν προκειμένω, οι δύο ήρωες, Μπούλης και Μητσάρας, θύματα της ευμάρειας των λίγων σε ένα μέσο αστικό κράτος, είναι δύο αχώριστοι ρακοσυλλέκτες που γεννήθηκαν και ανδρώθηκαν μαζί, με την ίδια φτώχεια αλλά και το ίδιο όνειρο για φυγή σε ένα μακρινό, εξωτικό «παράδεισο» να καθορίζουν τη ζωή τους.

Η σκηνή του θεάτρου, άριστα διακοσμημένη, παραπέμπει σ’ ένα ζεστό και φτωχικό σπιτικό (ή καλύτερα χαμόσπιτο), μικρό και ακατάστατο. Η μουσική φέρνει στα αυτιά ήχους και χρώματα της λαϊκής παράδοσης. Μέσα στο έργο ακούγεται και Καζαντζίδης. Έχουμε εισαχθεί πλήρως σε μια ατμόσφαιρα που θυμίζει κάτι από παλιό, ασπρόμαυρο, ελληνικό κινηματογράφο. Σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα , έρχονται να συμπληρώσουν το «κάδρο» μας οι δύο ήρωες και συγκάτοικοι, Μπούλης και Μητσάρας. Οι φυσιογνωμίες των πρωταγωνιστών, Σάκη Κλήρη και Κώστα Ηλιόπουλου, εικονοποιούν με χαριτωμένα χιουμοριστικό τρόπο τους δύο θεατρικούς τύπους του Μπούλη και του Μητσάρα. Ο Μητσάρας, κοντός, γεματούλης, με ζεστό πρόσωπο και κόκκινα μάγουλα, ο Μπούλης, ψηλός, κάπως άχαρος, με ψήγματα μιας γοητείας που θα μπορούσε να «γράφει» καλύτερα, αν ήταν πιο καλοζωισμένος.

Αυτό το, κατά τα φαινόμενα αταίριαστο δίδυμο, ο ευαίσθητος και καλοσυνάτος Μπούλης και ο ανέμελος και παιχνιδιάρης Μητσάρας, συνιστούν τον ύμνο στην ανθρώπινη συνύπαρξη και τη συντροφικότητα που θέλει να καταθέσει ο συγγραφέας -όχι μέσα από εύκολα μονοπάτια- ισορροπώντας μεταξύ κωμικού και τραγικού, παίζοντας με το παράλογο (στο οποίο ανιχνεύονται οι καταβολές του έργου του Τσικληρόπουλου) και το ρεαλισμό, με αποτέλεσμα ένα γλυκόπικρο μειδίαμα, μπροστά στα ευαίσθητα θέματα που αγγίζει η πένα του δημιουργού.

Οι θεατές γίνονται κοινωνοί της καθημερινότητας των δύο ηρώων, των προβληματισμών, των παθών, των συναισθηματισμών, των μικρών και μεγάλων συγκινήσεων τους. Αυτή την καθημερινότητα έρχεται να αναταράξει η απρόσμενη επίσκεψη του κυρίου Διονυσόπουλου. Το αιχμηρό κοινωνικό σχόλιο βρίσκει στο πρόσωπο αυτού του μυστήριου κυρίου την πραγμάτωσή του. Κηρύττοντας, φυσικά, την ανθρωπιά και με μοναδικό κίνητρο την «αγάπη» προς το συνάνθρωπο, επισκέπτεται τους δυο εξαθλιωμένους, πλην τίμιους και αγαπημένους, φίλους για να εξαγοράσει το νεφρό τους, με το όνειρο της μίζερης ζωής τους: κάποιες χιλιάδες ευρώ, ικανές να τους στείλουν χιλιόμετρα μακριά από τη φτωχική παγίδα ολάκερου του βίου τους, ίσα με τον εξωτικό παράδεισο που καταδιώκει τη φαντασία τους, απ’ όταν ήταν μικρά παιδιά. Η λογική των ηρώων κλονίζεται μπροστά σ’ αυτήν την τόσο δελεαστική προσφορά και η καρδιά των θεατών σφίγγεται μπροστά στο θέαμα δύο φτωχών ανθρώπων να κάνουν σαν μικρά παιδιά που τους προσφέρεται ένα ζαχαρωτό. Αλλά με ποιο τίμημα;

Ευαίσθητο το θέμα που θίγεται εδώ, αναφορικά με την εκμετάλλευση ευπαθών ομάδων και την εμπορευματοποίηση της ανθρώπινης ζωής. Απέναντι στο κρίσιμο ζήτημα, αυτό που συγκρατεί τον Μπούλη και το Μητσάρα είναι στην πραγματικότητα η παρουσία του ενός στη ζωή του άλλου.

Στην παρέα του διδύμου εισέρχεται και η Μαγδαληνή, μια εξίσου εξαθλιωμένη πόρνη, ωστόσο πλήρης ψυχικών χαρισμάτων και καλοσύνης, η οποία καταλήγει το τρίτο μέλος της συντροφιάς τους. Η λύση του δράματος έρχεται με τον Μητσάρα να ανακοινώνει στους φίλους του ότι αποφάσισε να δώσει το νεφρό του, προκειμένου να κάνουν οι τρεις τους πραγματικότητα το όνειρό τους για την απόλαυση χουρμάδων κάτω από φοινικόδεντρα! Με την ψυχή τους γαλήνια και την ελπίδα να ζήσουν όσα όμορφα στερήθηκαν ολοκληρώνουν τα θεατρικό ταξίδι, στο οποίο τους συντρόφευσε το κοινό.

Ο Μιχάλης Σμυρλής, με την απλή -αλλά όχι απλοϊκή- κι ευαίσθητη σκηνοθεσία του, που διαθέτει ορισμένες ευφάνταστες λεπτομέρειες, κατορθώνει να αποδώσει επιτυχώς όλη την τρυφερότητα, το χιούμορ και τη συγκίνηση του κειμένου, δίνοντας, παράλληλα, ρυθμούς κι ανάσες στην παράσταση κι αποφεύγοντας τις υστερίες και το μελό. Η κίνηση των ηθοποιών προσδίδει αμεσότητα κι εκφράζει ανάγλυφα τον ψυχικό κόσμο των ηρώων. Το σκηνικό, με τα έπιπλα ενός μικρού σπιτιού και τα κοστούμια μετέφεραν με ακρίβεια την καθημερινή ζωή των χαρακτήρων επί σκηνής. Τα σκηνικά αντικείμενα δεν ήταν απλώς διακοσμητικά, αλλά βοήθησαν κι αυτά στην ερμηνεία και την κίνηση των ηθοποιών.  

Οι δύο πρωταγωνιστές ενσαρκώνουν ένα κλασικής κοπής αλληλοσυμπληρούμενο ζεύγος, που μπορεί, υλικά, να στερείται αλλά ηθικά έχει ξορκίσει έναν από τους μεγαλύτερους ανθρώπινους φόβους, αυτόν της μοναξιάς. Και το έχει κάνει με έναν τρόπο πολύ ουσιώδη, με τους δύο ήρωες να νοιάζονται με ζωτικούς όρους ο ένας για τον άλλον, ο ένας για τη συναισθηματική ευρωστία του άλλου.

Ο Κ.Ηλιόπουλος ήταν εκφραστικότατος, παθιασμένος, άμεσος και ορμητικός, ερμηνεύοντας με νεύρο και σπιρτάδα τον Μητσάρα, φέρνοντας στη σκηνή μια αλήθεια που σε συγκινεί βαθιά. Ο Σ.Κλήρης, ερμηνεύοντας πιο εσωτερικά, με ζεστασιά και αθωότητα, παίζοντας εξαιρετικά με το βλέμμα, τη φωνή και την κίνηση του σώματος συνέθεσε ένα εξαιρετικό ντουέτο με τον Κ.Ηλιόπουλο. Η σχέση αυτή, την οποία χτίζουν οι δύο ηθοποιοί, είναι και το πιο δυνατό σημείο της παράστασης: δεν αμφιβάλλεις επ’ ουδενί, ότι οι δύο αυτοί χαρακτήρες είναι φίλοι από δεκαετίες.

Η ερμηνεία του Χρήστου Αβραντινή, στο ρόλο του κυρίου Διονυσόπουλου, του εξωτερικού εισβολέα και αποσταθεροποιητικού παράγοντα της δυαδικής αυτάρκειας των πρωταγωνιστών, αποδίδει με επιτυχία τη σκληρότητα και τους έντεχνα υποκριτικούς τρόπους ενός εκπροσώπου του εκμεταλλευτικού συστήματος που προσπαθεί να παγιδεύσει δύο ανθρώπους που δεν έχουν τίποτα άλλο στην κυριότητά τους, εκτός από το ίδιο τους το σώμα. Η κρατούσα τάξη πραγμάτων δε θα διστάσει να εξαντλήσει το ενδεχόμενο να τους το αποσπάσει και αυτό. Τρυφερή και πειστική η Κωνσταντίνα Καραγιάννη στον ρόλο της πόρνης, προσδίδοντας αληθοφάνεια σε ένα ρόλο κλισέ.

Στο τέλος της παράστασης, έχεις την αίσθηση, ότι γνώρισες πραγματικούς ανθρώπους, με τους οποίους γέλασες, έκλαψες, απελπίστηκες μαζί τους. Το έργο είναι ένας ύμνος για την δύναμη της φιλίας και της συντροφικότητας, που συγκινεί και προβληματίζει συγχρόνως, αφήνοντας στο τέλος την ελπίδα να ξεπροβάλλει. Μια εξαιρετική παράσταση που δεν πρέπει να χάσετε. 

«ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΜΑΖΙ»

Συντελεστές παράστασης:

Σκηνοθεσία: Μιχάλης Σμυρλής

Διασκευή: Κατερίνα Φρουφρή

Ενδυματολόγος και σκηνογράφος: Θεοδώρα Τσούλου

Μουσική επεξεργασία: Άκης Καλαφάτης

Υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων: Αγγελική Καπερώνη

Παίζουν: Σάκης Κλήρης, Κώστας Ηλιόπουλος, Κωνσταντίνα Καραγιάννη, Χρήστος Αβραντινής 

Θέατρο Γραμμές Τέχνης (Μαιζώνος 271) από 5/10 εώς 5/11 κάθε Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο, 9:30 μ.μ. και Κυριακή, 8:30 μ.μ.

Πληροφορίες – Κρατήσεις 6906569578