Ερήμωσαν και πάλι τα χωριά στα βουνά της ορεινής Αχαΐας, μετά το καλοκαίρι που πέρασε,  όταν και είχαν γεμίσει από τους παραθεριστές.

Επανήλθε, έτσι, το μόνιμο σκηνικό για αυτά, αφού το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου, τα χωριά που βρίσκονται «σκαρφαλωμένα» στις πλαγιές του Παναχαϊκού και του Ερυμάνθου, έχουν κατοίκους μετρημένους στα δάκτυλα των χεριών.

Η αποκέντρωση και η εγκατάλειψη του πρωτογενή τομέα που χαρακτήρισε τις περασμένες δεκαετίες όταν οι κάτοικοι των χωριών έφευγαν από τα χωριά τους για να μετακομίσουν στα αστικά κέντρα ή για να φύγουν στο εξωτερικό, διαμόρφωσαν ένα σκηνικό που δύσκολα θα αλλάξει.

Μπορεί στην Πάτρα και στα υπόλοιπα αστικά κέντρα να «βασιλεύει» η ανεργία αφού τα εργοστάσια έχουν κλείσει, το εμπόριο φυτοζωεί και ο τομέας των υπηρεσιών δεν μπορεί να καλύψει πλέον τόσες θέσεις εργασίας και ανάγκες, όμως στα χωριά δύσκολα γυρίζει κάποιος.

Δεν υπάρχουν βλέπετε οι απαραίτητες δομές από το κράτος για να δώσουν τα κίνητρα στον άνεργο νέο, στην οικογένεια που οι γονείς δεν έχουν δουλειά για να επιστρέψουν πίσω στην γη και στα κτήματα.

Η πολιτεία έχει αφήσει την ύπαιθρο στην εγκατάλειψη και τώρα δεν έχει τα απαιτούμενα κονδύλια για να την διαμορφώσει και να την κάνει βιώσιμη. Έτσι, χωριά που κάποτε είχαν ζωή και αποτελούσαν την καρδιά της Αχαϊκής υπαίθρου, όπως το Λεόντιο, το Καλλέντζι, το Σανταμέρι, η Ζήρια και διάφορα ακόμα, είναι πλέον με λιγοστούς κατοίκους οι περισσότεροι των οποίων είναι ηλικιωμένοι και συνταξιούχοι.

Σχολεία στα περισσότερα χωριά της ορεινής Αχαΐας δεν υπάρχουν αφού δεν υπάρχουν και παιδιά, κατά συνέπεια μία οικογένεια και να θέλει δεν μπορεί να επιστρέψει και να ζήσει στο χωριό.

Πώς λοιπόν να αναπτυχθεί ο πρωτογενής τομέας όταν τα χωριά είναι άδεια και έρημα, χωρίς ζωή;