Έφυγε από την ζωή ένας από τους σημαντικότερους άνδρες που ανέδειξε η πολιτική σκηνή τα χρόνια της μεταπολίτευσης, ο οποίος εκτιμήθηκε για το ήθος, την ειλικρίνεια, την ανιδιοτέλεια και την προσφορά του από ένα μεγάλο μέρος του ελληνική λαού.
Ο Κωστής Στεφανόπουλος δεν είναι πια ανάμεσά μας, αφού παρά την μεγάλη μάχη που έδωσε από την περασμένη Πέμπτη νοσηλευόμενος στο νοσοκομείο «Ερρίκος Ντυνάν» μετά από σοβαρή λοίμωξη του αναπνευστικού δεν κατάφερε να βγει νικητής.
Η είδηση του θανάτου του, σε ηλικία 90 ετών, σκόρπισε την θλίψη στο σύνολο του λαού, ειδικότερα όμως στην τοπική κοινωνία της Πάτρας, η οποία ήταν και η γενέτειρά του.
Ο Κωστής Στεφανόπουλος συνδέθηκε όσο κανείς από τους πολιτικούς άνδρες της μεταπολίτευσης με την αχαϊκή πρωτεύουσα, όχι μόνο λόγω της καταγωγής του, αλλά κυρίως για την εκτίμηση που έτρεφε ένα μεγάλο μέρος της τοπικής κοινωνίας προς το πρόσωπό του.
Μετριοπαθής, συνεπής, χωρίς εντυπωσιασμούς και λαϊκισμούς ήταν ένας πολιτικός που δεν προσπάθησε ποτέ του να δημαγωγήσει, κάτι που σύμφωνα με αρκετούς πλήρωσε στην πολιτική του καριέρα.
Όμως ακριβώς αυτό ήταν και ένα από τα πολλά στοιχεία που εκτίμησε ο λαός, όχι τόσο ως προς τον πολιτικό άνδρα, αλλά κυρίως ως προς τον άνθρωπο και την προσωπικότητά του. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους δικηγόρους, πριν ξεκινήσει την διαδρομή του στον πολιτικό στίβο.
Ήταν ένας άνθρωπος που δεν φοβήθηκε ποτέ να πει την αλήθεια και να εκφράσει την άποψή του, επιχειρηματολογώντας πάνω σε αυτή, με βάση την ορθή λογική -όπως ο ίδιος την έβλεπε- έχοντας παράλληλα μια εκπληκτική ρητορική δεινότητα, «κληρονομιά» των υπηρεσιών του στον δικηγορικό και νομικό κλάδο.
Έμεινε ως τα τελευταία χρόνια της ζωής του, στην βίλα του στο Ρίο της Πάτρας, διατηρώντας πάντα μία επαφή με την τοπική κοινωνία και ζώντας απλά και λιτά, στοιχεία που χαρακτήριζαν το βίο του και την προσωπικότητά του.
Στους Πατρινούς θα μείνει αξέχαστος ως ένας πολιτικός που ποτέ του δεν χάιδεψε αυτιά, ένας πολιτικός ευρωπαϊστής και ταυτόχρονα οραματιστής, στον οποίο αν είχε δοθεί η εξουσία, ίσως η χώρα να μην είχε φτάσει στο σημείο που την βλέπουμε σήμερα.
Ο ίδιος σε σχετική ερώτηση που του είχε κάνει το περιοδικό «Έψιλον», όταν λίγες μέρες πριν από την απομάκρυνση από την προεδρική του θητεία τον είχε βρει στο διαμέρισμα του στο Παλαιό Ψυχικό στην Αθήνα είχε τονίσει:
«Το είπα και άλλοτε και ίσως δεν έχω γίνει πιστευτός. Δεν δικαιούται κανείς να απογοητεύεται από την ψήφο του λαού. Πρέπει από την αρχή της πολιτικής του σταδιοδρομίας να περιμένει και να γνωρίζει ότι ο λαός ανά πάσα στιγμή μπορεί να μην επιδοκιμάσει τη δική του πολιτική στάση. Συνεπώς ήταν απλώς μια διαπίστωση, δεν ήταν καμία πικρία απέναντι της στάσεως του λαού όταν κατεψήφιζε είτε εμένα προσωπικά είτε το κόμμα το οποίο είχα ιδρύσει».
Ένα μικρό βιογραφικό ενός μεγάλου άνδρα
Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1926 και ήταν γιός του Δημήτριου Στεφανόπουλου, δικηγόρου και πολιτικού, και της Βρισηίδας Φιλοπούλου, κόρης του δημοσιογράφου Κωνσταντίνου Φιλόπουλου.
Από την πλευρά της μητέρας του καταγόταν από την παλαιά πατρινή οικογένεια Πράτσικα και ήταν ανιψιός των Ανδρέα, Χρήστου και Κούλας Πράτσικα καθώς και του Διονυσίου Τσερώνη, δημάρχου Πατρέων.
Στα νεανικά του χρόνια ήταν αθλητής της κολύμβησης και της υδατοσφαίρισης, αρχικά στον ανεξάρτητο σύλλογο Κολυμβητικός Όμιλος Γλυφάδας και από το 1949 στον Αχιλλέα Πατρών.
Φοίτησε στο Γυμνάσιο Πατρών, στη συνέχεια σπούδασε νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και από το 1954 μέχρι το 1975 άσκησε ενεργό δικηγορία ως μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών.
Είχε παντρευτεί το 1959 την Τζένη Στουνοπούλου που έφυγε από την ζωή το 1988 και ο θάνατος της άφησε δυσαναπλήρωτο κενό στους οικείους της. Μαζί της είχε κάνει δύο παιδιά τον Δημήτρη, τον Ηλία και την Ειρήνη.
Το 2011 ένα εγκεφαλικό επεισόδιο που περνάει τον αναγκάζει να περιορίσει της δημόσιες εμφανίσεις του. Από τότε αποσύρεται στο σπίτι του στο Ρίο. Το 2012 κυκλοφορεί το νέο βιβλίο της Νίτσας Λουλέ «Κωστής Στεφανόπουλος, ένας μοναχικός πρόεδρος».
Το βιβλίο μιλούσε για την ζωή του πρώην προέδρου της Δημοκρατίας, Κωστή Στεφανόπουλου και αποτελούσε ουσιαστικά μία αυτοβιογραφία του Αχαιού πολιτικού, προκαλώντας πλήθος συζητήσεων για τις αποκαλύψεις του, αλλά και για τις διαπιστώσεις ενός ανθρώπου που είχε μάθει να λέει τα πράγματα με το όνομα τους.
«Κάποτε οι άνθρωποι έμεναν στην πολιτική από πατριωτισμό, ενθουσιασμό, αγάπη και προσφορά για τη χώρα. Σήμερα μπαίνουν για να πλουτίσουν ή να λύσουν το βιοποριστικό τους πρόβλημα» έγραφε σε ένα μικρό απόσπασμα του…
Η πορεία και η διαδρομή του στην πολιτική
Πολιτεύτηκε για πρώτη φορά στις εκλογές του 1958 με την Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση (ΕΡΕ). Υπήρξε βουλευτής Αχαΐας με την ΕΡΕ (1964–67), την Νέα Δημοκρατία (1974–85) και την ΔΗΑΝΑ (1985–89), κεντροδεξιό κόμμα που ίδρυσε και του οποίου ηγήθηκε.
Από το 1974 μέχρι το 1981 χρημάτισε διαδοχικά υπουργός Εσωτερικών (1974–76), Κοινωνικών Υπηρεσιών (1976–77) και Προεδρίας της Κυβερνήσεως (1977–81) στις κυβερνήσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Γεωργίου Ράλλη.
Ως ένα από τα πρωτοκλασάτα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, μετά τις απανωτές ήττες που είχε δεχθεί το κόμμα του από τον λαοφιλή Ανδρέα Παπανδρέου, διεκδίκησε δύο φορές την αρχηγία της Νέας Δημοκρατίας, το 1981 μετά την παραίτηση του Γεωργίου Ράλλη, όπου έχασε από τον Ευάγγελο Αβέρωφ και στη συνέχεια το 1984 όπου εκείνη την φορά είχε χάσει από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.
Ύστερα από τις βουλευτικές εκλογές του 1985 και την επανεκλογή του ως βουλευτής Αχαΐας αποχώρησε από το κόμμα μαζί με 9 άλλους βουλευτές και στις 6 Σεπτεμβρίου 1985 ίδρυσε τη Δημοκρατική Ανανέωση (ΔΗΑΝΑ).
Ο Στεφανόπουλος εξελέγη βουλευτής Α΄ Αθηνών στις εκλογές του Ιουνίου 1989, ενώ παρέμεινε πρόεδρος του κόμματος αυτού μέχρι τον Ιούνιο του 1994, όταν η ΔΗΑΝΑ ανέστειλε τη δράση της καθώς δεν κατόρθωσε να εκπροσωπηθεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Έδωσε κύρος στον ρόλο του Προέδρου της Δημοκρατίας
Ο Κωστής Στεφανόπουλος ήταν ο 6ος κατά σειρά μετά την μεταπολίτευση και την αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Ο Στεφανόπουλος διαδέχθηκε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στις 10 Μαρτίου 1995. Διετέλεσε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας για δύο συνεχόμενες θητείες από το 1995 ως το 2005, οπότε και τον διαδέχθηκε ο Κάρολος Παπούλιας.
Η ανάδειξή του στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα ήταν αποτέλεσμα ενός τακτικού ελιγμού του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος συνήψε συμφωνία με τον τότε πρόεδρο της Πολιτικής Άνοιξης, Αντώνη Σαμαρά, για στήριξη κοινής υποψηφιότητας με στόχο την αποφυγή εκλογών, τις οποίες αποζητούσε ο τότε πρόεδρος της ΝΔ, Μιλτιάδης Έβερτ.
Κατά την διάρκεια της προεδρικής θητείας του ο Στεφανόπουλος έχαιρε υψηλής δημοφιλίας, απόρροια της σοβαρής και διακριτικής άσκησης των καθηκόντων του, αλλά και της άμβλυνσης των πολιτικών παθών σε μια περίοδο οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας, που επέτρεπε στις πολιτικές δυνάμεις να προστατεύουν το κύρος των θεσμών.
Κατάφερε, μάλιστα, να προσδώσει νέα αίγλη στο θεσμό του Προέδρου και να συγκεντρώσει πολύ μεγάλη δημοτικότητα από τον ελληνικό λαό. Διατήρησε το σεβασμό πολλών πολιτών και μετά το τέλος της Προεδρίας του.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστική ήταν η πατριωτική στάση του και οι επικριτικές δηλώσεις στις οποίες προέβη έναντι του τότε προέδρου των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, κατά την επίσκεψη του τελευταίου στην Ελλάδα το 1999.
«Η Ελλάς δεν ζητεί από κανένα να μεσολαβήσει υπέρ αυτής, επικαλείται απλώς το δίκαιον και την νομιμότητα, διότι πιστεύει ότι βασικό στοιχείο του πολιτισμού μας δεν είναι τόσον η στήριξη των πάσης φύσεως συμφερόντων μας, όσον η στήριξη της νομιμότητας. Ορθότερο θα ήταν, αν έλεγα, ότι πρωταρχικό συμφέρον όλων είναι η υπεράσπιση της νομιμότητος» είχε τονίσει μεταξύ άλλων σε ένα περήφανο πολιτικό λόγο.
Έτυχε διαφόρων τιμητικών διακρίσεων και των ανωτάτων παρασήμων ξένων κρατών και είναι επίτιμος δημότης πολλών Δήμων και Κοινοτήτων της Ελλάδας.