Πρωταγωνιστούν:

Τζόνα Χιλ, Μάιλς Τέλερ, Μπράντλεϊ Κούπερ, Άνα Ντε Άρµας, Σον Τουμπ, Πάτρικ Στ. Εσπρίτ, Κέβιν Πόλακ, Τζ. Μπι Μπλανκ

Σκηνοθεσία: Τοντ Φίλιπς

Σενάριο:  Τοντ Φίλιπς, Στίβεν Τσιν, Τζέισον Σμίλοβιτς

Παραγωγή: Μαρκ Γκόρντον, Τοντ Φίλιπς, Μπράντλεϊ Κούπερ

Βασισμένη στο άρθρο του Γκάι Λόουσον, με τίτλο «Arms and the Dudes» που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Rolling Stone

Φωτογραφία: Λόρενς Σερ
Καλλιτεχνική Διεύθυνση: Μπιλ Μπρζέσκι

Μοντάζ: Τζεφ Γκροθ

Μουσική: Κλιφ Μαρτίνεζ

Κοστούμια: Ντέμπορα Χόπερ

Διάρκεια: 114’
Ημερομηνία Εξόδου: 22 Σεπτεμβρίου  
Διανομή: Tanweer


Σκυλιά του Πολέμου (War Dogs) - Official Trailer (Gr Subs)

Βασισµένο σε πραγµατική ιστορία, η ταινία «Σκυλιά του Πολέμου» παρακολουθεί την ιστορία δύο εικοσάχρονων (Χιλ και Τέλερ), οι οποίοι ζουν στο Μαϊάµι κατά τη διάρκεια του Πόλεµου στο Ιράκ, και εκµεταλλεύονται µια σχεδόν άγνωστη κυβερνητική πρωτοβουλία, που επιτρέπει σε µικρές επιχειρήσεις να ‘κλείνουν’ συµβόλαια του Αµερικανικού στρατού.

Παρά το ταπεινό ξεκίνηµά τους, καταφέρνουν να βγάλουν πολλά χρήµατα και να ζήσουν τη µεγάλη ζωή. Όµως, οι δύο φίλοι θα χάσουν κάθε έλεγχο όταν θα κλείσουν µια συµφωνία 300 εκατοµµυρίων δολαρίων για εξοπλιστικά συστήµατα του Αφγανικού στρατού – µια συµφωνία που θα τους φέρει σε επαφή µε σκοτεινούς ανθρώπους, πίσω από τους οποίους, όπως θα αποδειχθεί, κρύβεται η ίδια η Αµερικανική κυβέρνηση.


ΧΡΗΜΑ, ΔΙΑΦΘΟΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΟΝΕΙΡΟ

ΝΤΕΪΒΙΝΤ

Κάτι τύπους σαν εμάς, τους αποκαλούσαν «Σκυλιά του Πολέμου» -

κατακάθια που βγάζουν χρήμα από τον πόλεμο

χωρίς καν να πατήσουν το πόδι τους

στο πεδίο της μάχης. Υποτίθεται ότι ο όρος

είναι υποτιμητικός. Αλλά εμάς μάλλον μας άρεσε.

Θα μπορούσε να είναι ένα από τα μεγαλύτερα κόλπα όλων των εποχών... και θα μπορούσε να συμβεί μόνο στην Αμερική.

Η ταινία προέκυψε από την ιστορία δύο τύπων, που στα είκοσι τους χρόνια έγιναν πολύ-εκατομμυριούχοι ως οι πιο απίθανοι διεθνείς έμποροι όπλων. Πάνω όμως, που άγγιξαν την απόλυτη επιτυχία, τα πάντα κατέρρευσαν με τον πιο θεαματικό τρόπο.

Ένα από τα θέματα στα οποία επιστρέφει ο Τοντ Φίλιπς στις ταινίες του, είναι οι λάθος αποφάσεις που παίρνουν οι άνθρωποι. Είτε μιλάμε για μερικούς τελειόφοιτους που ξεκινούν τη δική τους αδελφότητα, είτε για τέσσερις φίλους που προγραμματίζουν ένα καταδικασμένο να αποτύχει μπάτσελορ πάρτι στο Λας Βέγκας, οι συνέπειες των αποφάσεών τους είναι εξωφρενικές και εντελώς απρόσμενες. Έτσι και τώρα, οι κακές αποφάσεις βρίσκονται στον πυρήνα της ταινίας «Σκυλιά του Πολέμου» και σκιαγραφούνται από ένα ιδιαίτερο χιούμορ που προκύπτει από το γεγονός ότι η ίδια η ταινία βασίζεται στην πραγματική ιστορία δύο τύπων που κατάφεραν να κάνουν μια σχεδόν άγνωστη κυβερνητική πρωτοβουλία, επιχείρηση 300 εκατομμυρίων δολαρίων.

Ο Φίλιπς λέει σχετικά, «Ανέκαθεν πίστευα ότι μια ταινία αποκτά άλλη βαρύτητα όταν σου δίνεται η δυνατότητα να βασιστείς σε αληθινά γεγονότα. Η ταινία διηγείται την άνοδο και την πτώση δύο νέων παιδιών που κυνηγώντας τη δική τους εκδοχή του «Αμερικάνικου Ονείρου» κυριεύτηκαν από την απληστία. Και η απληστία είναι κακός σύμβουλος σε ό,τι αφορά τη λήψη αποφάσεων.»

Ο Μπράντλεϊ Κούπερ, που συμμετείχε και στην παραγωγή της ταινίας προσθέτει, «Ένα από τα βασικά θέματα που αναδεικνύονται στην ταινία είναι το πόσο επιρρεπής μπορεί να είσαι όταν όλα σου δίνονται στο πιάτο.»

Όλα ξεκίνησαν επί Τζορτζ Γ. Μπους, όταν τεράστια εξοπλιστικά συμβόλαια για τον πόλεμο στο Ιράκ και το Αφγανιστάν δίνονταν χωρίς διαγωνισμό σε εταιρίες όπως οι Halliburton, Raytheon και Lockheed Martin. Καθώς η έντονη κριτική για την ευνοιοκρατία και την αισχροκέρδεια κλιμακώθηκε, η κυβέρνηση αποφάσισε να ισορροπήσει λίγο τα πράγματα με την FedBizOpps (συντομογραφία του Federal Business Operations), η οποία ανέλαβε να διεξάγει ανοιχτούς διαγωνισμούς για τα εξοπλιστικά προγράμματα. Δυστυχώς όμως, το ίδιο το σύστημα ήταν τόσο διάτρητο που κάποιοι κατάφεραν να επωφεληθούν.

Η πραγματική ιστορία κατέγραψε ο Γκάι Λόσον το 2011 σε ένα άρθρο του στο Rolling Stone με τίτλο “Arms and the Dudes”. Ο Λόσον λέει σχετικά, «πραγματικά δεν υπήρχε μικρότερη εταιρία από τη δική τους. Η έδρα τους ήταν σε ένα στούντιο στο Μαϊάμι Μπιτς και είχαν ένα λάπτοπ και ένα κινητό.»

Ο παραγωγός Μαρκ Γκόρντον θυμάται, «Ήμουν στο αεροπλάνο όταν διάβασα το άρθρο και δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήταν αλήθεια. Ήταν ό,τι έπρεπε για να γίνει ταινία. Ανέκαθεν πίστευα ότι στο κοινό αρέσουν οι ταινίες που οι πρωταγωνιστές τους καταφέρνουν να νικήσουν το σύστημα ακόμα κι αν στο τέλος την πατάνε. Αν λοιπόν, σε αυτό προσθέσεις και το γεγονός ότι μιλάμε για δύο τύπους που φαινομενικά ήταν απίθανο να καταφέρουν να φέρουν σε πέρας ένα τέτοιο κόλπο, δεν θέλεις κάτι άλλο.»

Η ταινία σηματοδοτεί και την επίσημη πρώτη για την εταιρεία παραγωγής του Φίλιπς και του Κούπερ “Joint Effort”.

Στην ταινία πρωταγωνιστούν οι Τζόνα Χιλ και Μάιλς Τέλερ στους ρόλους των Εφρέμ Ντιβερόλι και Ντέιβιντ Πακούζ αντίστοιχα. «Σίγουρα έχει ενδιαφέρον να βλέπεις ανθρώπους να πλουτίζουν χωρίς να ακολουθούν τους κανόνες. Γι’ αυτό και ανέκαθεν μου άρεσαν οι γκανγκστερικές ταινίες... Οι ταινίες που οι βασικοί ήρωες τα καταφέρνουν με κόλπα... και μετά την πατάνε,» λέει ο Χιλ χαμογελώντας.

«Είναι ωραία ιστορία» λέει ο Τέλερ. «Αν μη τι άλλο, με αυτό που κατάφεραν να κάνουν, κερδίζουν το σεβασμό σου, γιατί μην ξεχνάμε ότι κάποια στιγμή είχαν στα χέρια τους μια συμφωνία 300 εκατομμυρίων δολαρίων – μυθικό ποσό για δύο εικοσάρηδες που μέχρι τότε δεν είχαν καταφέρει τίποτα στη ζωή τους. Είναι συγκλονιστικό το πώς μπορεί να αλλάξουν τα πράγματα από τη μια στιγμή στην άλλη και να ξεμυαλιστείς.»

Ο πραγματικός Ντέιβιντ Πακούζ λέει το εξής «Δεν θα πω ψέματα, για κάποιο καιρό όλα ήταν πολύ ωραία. Πηγαίναμε σε πάρτι και γνωρίζαμε χρηματιστές, κτηματομεσίτες... Όταν λοιπόν μας ρωτούσαν με τι ασχολούμαστε, εμείς απαντούσαμε ‘με το διεθνές εμπόριο όπλων’. Αρχικά δεν μας πίστευαν αλλά όταν συνειδητοποιούσαν ότι δεν κάναμε πλάκα, εντυπωσιάζονταν. Ένας από τους λόγους για τους οποίους η ίδια η ιστορία είναι τόσο τρελή, είναι ότι πολύ λίγοι άνθρωποι έχουν καταφέρει να πλουτίσουν από το εμπόριο όπλων, και ειδικά στη δική μας ηλικία. Το γεγονός ότι κερδίσαμε τον διαγωνισμό για να εξοπλίσουμε όλο τον Αφγανικό στρατό ήταν κάτι πραγματικά παράξενο.»

Σύμφωνα με τον Φίλιπς, η κινητήριος δύναμη ήταν ανέκαθεν το χρήμα. Ο ίδιος λέει σχετικά «Στην ταινία, είναι σαφές αυτό. Δεν είναι απαραίτητα υπέρ του πολέμου. Δεν τους ενδιαφέρει ποιος πολεμάει ή γιατί πολεμάει. Το θέμα είναι πόσο προϊόν μπορούν να ‘σπρώξουν’. Ο πόλεμος γι’ αυτούς είναι μια ευκαιρία. Και έτσι είναι. Ο πόλεμος είναι μια ολόκληρη οικονομία με αρκετό ‘λίπος’, που σου αφήνει τα περιθώρια να πλουτίσεις. Αυτό ακριβώς προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν κι αυτοί.»

Όσο απίθανες και αν ήταν οι πραγματικές περιστάσεις, η ταινία δεν έχει χαρακτήρα ντοκιμαντέρ. Τόσο ο Φίλιπς καθώς και οι Τζέισον Σμίλοβιτς και Στίβεν Τσιν που συνυπογράφουν το σενάριο, λειτούργησαν στο πλαίσιο της δραματουργίας (και κατά στιγμές της κωμωδίας).  

«Υπάρχουν πολλά γεγονότα που δεν έχουν περιληφθεί στην ταινία ή έχουν αλλαχθεί,» λέει ο Πακούζ, «αλλά η ζωή είναι πάντα πολύ πιο περίπλοκη απ’ ό,τι απεικονίζεται στις ταινίες. Επειδή ακριβώς δεν μπορείς να χωρέσεις ολόκληρα χρόνια μέσα σε δύο ώρες, είναι αναμενόμενο. Το σενάριο μου άρεσε πολύ. Έχει ωραίο ρυθμό και είναι διασκεδαστικό.»

Για τις ανάγκες του σεναρίου, ο Τσιν πέρασε αρκετό καιρό στο Μαϊάμι με τον Πακούζ. «Μπορεί η Αμερική να είναι η χώρα των ευκαιριών, αλλά ο Ντέιβιντ είχε συνειδητοποιήσει από πολύ νωρίς ότι όσο σκληρά και να δούλευε δεν επρόκειτο να πλουτίσει» λέει ο σεναριογράφος. Γι’ αυτό και ‘Ο Σημαδεμένος’, που επίσης διαδραματίζεται στο Μαϊάμι, ήταν η αγαπημένη τους ταινία μεγαλώνοντας. Γιατί παρουσίαζε το Αμερικανικό όνειρο έτσι όπως το αντιλαμβάνονταν κι εκείνοι – αν είχαν τη μεγάλη ιδέα, κατάφεραν ένα καλό κόλπο και δεν πήγαιναν με τον σταυρό στο χέρι, θα τα κατάφερναν. Γι’ αυτό και δεν με εξέπληξε το γεγονός ότι δύο φιλόδοξα παιδιά, κατάφεραν να παίξουν με το σύστημα. Αυτό που με εξέπληξε ήταν το μέγεθος του συμβολαίου και το πόσο κοντά έφτασαν στο να τα καταφέρουν.»

Ο Φίλιπς αποκαλύπτει ότι από πολύ νωρίς αποφάσισαν να διηγηθούν την ιστορία από την πλευρά του Πακούζ. «Συνειδητοποιήσαμε ότι ο καλύτερος τρόπος ήταν να δούμε την ιστορία μέσα από τα μάτια του Ντέιβιντ. Ήταν ο απλός άνθρωπος που κατάφερε να μπει σε έναν κόσμο εντελώς άγνωστο τόσο σε εμάς όσο και στο κοινό.»

Ο Σμίλοβιτς προσθέτει «Ο Ντέιβιντ ήταν ο άνθρωπός μας. Όχι μόνο μας βοήθησε στην αφήγηση της ιστορίας, αλλά μας έδωσε και πολύτιμες πληροφορίες για το παρελθόν. Προκειμένου λοιπόν, το κοινό να τον εκτιμήσει – και να μην θεωρήσει ότι πρόκειται για έναν ανόητο – πρέπει να πειστεί ότι η σχέση μεταξύ των δύο παιδιών είναι αληθινή... Ότι η φιλία τους ήταν δυνατή.»

Η δράση της ταινίας εκτυλίσσεται σε πολλά μέρη του κόσμου, έτσι ήταν πολύ σημαντικό για τον Φίλιπς να γίνουν τα γυρίσματα σε φυσικό περιβάλλον. «Τα εξωτερικά γυρίσματα βοηθούν τον διευθυντή φωτογραφίας, τον ενδυματολόγο, τους παραγωγούς, τους ηθοποιούς... Για μένα, το περιβάλλον είναι σπουδαίο εργαλείο, και σε αυτή την ταινία, το πήγαμε σε άλλο επίπεδο.»

Τα γυρίσματα έγιναν στο Μαϊάμι Μπιτς, στο Λας Βέγκας, στο Μαρόκο, στη Ρουμανία και στη Νότια Καλιφόρνια.


ΤΟ ΚΑΣΤ

ΝΤΕΪΒΙΝΤ

Χωρίς παρεξήγηση, αλλά είμαι ενάντια σε αυτόν τον πόλεμο...

ΕΦΡΕΜ

Φίλε, κι εγώ ενάντια είμαι!

Το θέμα δεν είναι αν είσαι υπέρ του πολέμου.

Ο πόλεμος γίνεται.

Το θέμα είναι αν είσαι υπέρ του χρήματος.

Στην αρχή της ταινίας, όταν συναντάμε τον Εφρέμ και τον Ντέιβιντ, δεν μοιάζουν με έμπορους όπλων. Είναι δύο μεσοαστοί εικοσάρηδες στο Μαϊάμι Μπιτς, που έκαναν κολλητή παρέα στο σχολείο, αλλά μετά χάθηκαν όπως συμβαίνει σε πολλούς. Αφορμή για να ξανασυναντηθούν είναι η κηδεία ενός κοινού τους φίλου. Ο Ντέιβιντ είναι μασέρ και θεωρεί ότι έχει σκεφτεί κάτι που θα τον κάνει να πλουτίσει – να πουλήσει ακριβά σεντόνια στα εκατοντάδες γηροκομεία του Μαϊάμι. Ο Εφρέμ, και αυτός είναι στις πωλήσεις, αλλά εκεί σταματούν και οι ομοιότητές τους.

Ενώ ο Ντέιβιντ έχει ένα διαμέρισμα γεμάτο κούτες με απούλητα σεντόνια και απλήρωτους λογαριασμούς, ο Εφρέμ έχει έναν τραπεζικό λογαριασμό με επταψήφιο νούμερο χάρη στην FedBizOpps, την αγορά της Κυβέρνησης για στρατιωτικές προμήθειες. Όταν ο Εφρέμ προτείνει στον Ντέιβιντ να συνεργαστούν, η απάντηση είναι προφανής. Και κάπως έτσι δημιουργείται η AEY INC.

«Ο Εφρέμ είναι σπουδαίος χαρακτήρας,» λέει ο Τζόνα Χίλ. «Είναι παρορμητικός, είναι ακραίος και εκρηκτικός. Θέλει να πλουτίσει γιατί του αρέσουν τα πομπώδη και τα επιφανειακά πράγματα στη ζωή. Πιστεύει ότι αυτά θα του φέρουν την ευτυχία. Είναι ένας τυχοδιώκτης που μπορεί να γίνει εξαιρετικά γοητευτικός και που δεν μπορεί επ’ ουδενί να χαρακτηριστεί οκνός. Έχει απίστευτη θέληση, αποφασιστικότητα, ευφυΐα και πονηριά για να τα καταφέρει.»

Το δέλεαρ της οικονομικής ανεξαρτησίας βρίσκει έδαφος και στον Ντέιβιντ, αλλά για λιγότερο ηδονιστικούς λόγους. Ο Μάιλς Τέλερ εξηγεί, «Όταν εμφανίζεται ο Εφρέμ, προσπαθεί απεγνωσμένα να τα βγάλει πέρα. Ο Εφρέμ ήταν ο παιδικός του φίλος, ο φίλος με τον οποίο είχε τις μεγαλύτερες περιπέτειες. Όταν λοιπόν, επιστρέφει στη ζωή του, ο Ντέιβιντ αρπάζει την ευκαιρία να βγάλει χρήματα γιατί η φίλη του είναι έγκυος.»

«Στο χρήμα», λέει ο Σμίλοβιτς. «Εκεί καταλήγουν όλα, έτσι δεν είναι; Το χρήμα είναι απλά χρήμα, αλλά σου προσφέρει τα μέσα για να φροντίσεις όχι μόνο τον εαυτό σου αλλά και αυτούς που αγαπάς.»

Ο νεοαποκτηθείς πλούτος, ανοίγει στον Εφρέμ και τον Ντέιβιντ τον δρόμο για πολυτελή διαμερίσματα, ακριβά αυτοκίνητα και καλύτερα ναρκωτικά. Ο Ντέιβιντ όμως, αρχικά αναγκάζεται να κρύψει την πραγματική πηγή εσόδων του από την αντιμιλιταρίστρια φίλη του, Ιζ, που πολύ σύντομα θα γίνει σύζυγός του.

Η Άνα ντε Άρμας που ενσαρκώνει την Ιζ, εξηγεί «Αρχικά, δεν ξέρει σχεδόν τίποτα απ’ ό,τι συμβαίνει γιατί ο Ντέιβιντ γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν θα το ενέκρινε ποτέ. Έτσι, έρχεται αντιμέτωπη με μια απίστευτη μυστικοπάθεια από την πλευρά του. Φυσικά, κάποια στιγμή μαθαίνει τι γίνεται, αλλά καταλαβαίνει ότι το κάνει για την οικογένειά τους και το μέλλον τους και αποφασίζει να τον στηρίξει. Ό,τι κι αν αποφασίσει να κάνει ο Ντέιβιντ, εκείνη θα είναι στο πλευρό του. Αυτό νομίζω ότι είναι και το κύριο χαρακτηριστικό της: αγαπάει και εμπιστεύεται τον Ντέιβιντ. Είναι μια πολύ δυνατή, ευαίσθητη γυναίκα και μια πολύ καλή σύντροφος.»

Παρά την επιτυχία τους, ο Εφρέμ και ο Ντέιβιντ παραμένουν μικροί παίκτες στην κονίστρα του διεθνούς εμπορίου όπλων. Ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα είναι κάποιος Χένρι Ζιράρ. Ο Μπράντλεϊ Κούπερ που τον ενσαρκώνει, λέει γι’ αυτόν «Με τον Χένρι δεν θέλεις να τα βάλεις ούτε να βρεθείς απέναντί του. Είναι το μόνο σίγουρο. Μην σε ξεγελάει η μεγάλη μυωπία και οι χοντροί φακοί του. Είναι εξαιρετικά επικίνδυνος. Του έχει απαγορευθεί οποιαδήποτε συνεργασία με τον Αμερικανικό στρατό γιατί υπάρχουν ενδείξεις ότι συνεργάζεται με τρομοκράτες. Παρόλα αυτά, ο Χένρι εξακολουθεί να έχει πρόσβαση σε έναν τεράστιο όγκο πυρομαχικών που ο Εφρέμ και ο Ντέιβιντ χρειάζονται προκειμένου να κλείσουν τη συμφωνία των 300 εκατομμυρίων δολαρίων. Έτσι, αποφασίσουν να συνεργαστούν μαζί του.»

Ο Φίλιπς λέει, «Ο Χένρι είναι ο άνθρωπος που έχει συνεργαστεί και με τους μεν και με τους δε. Δεν παίρνει πολιτική θέση. Του αρέσει να γίνονται πόλεμοι και διαμάχες γιατί κάνουν καλό στη δουλειά του. Ο Εφρέμ λατρεύει αυτή τη νοοτροπία και στάση ζωής, έτσι, όταν τον συναντούν σε ένα συνέδριο όπλων στο Λας Βέγκας,  ενθουσιάζεται που γνωρίζει το ίνδαλμά του.»

«Ο Χένρι είναι μια συνένωση πολλών και διαφορετικών ανθρώπων. Οι τύποι προκειμένου να καταφέρουν να κλείσουν τη συμφωνία, άρχισαν να προδίδουν τους λάθος ανθρώπους, σε σημείο που το πράγμα άρχισε να γίνεται επικίνδυνο. Σε μια ταινία όμως, πρέπει να συμπτύξεις τα πράγματα, δεν έχεις την πολυτέλεια να τα δείξεις όλα, έτσι επινοήσαμε αυτόν τον χαρακτήρα» λέει ο Φίλιπς.

Ο Εφρέμ και ο Ντέιβιντ έχουν έναν ακόμα σιωπηλό εταίρο που τους βοηθά να κλείνουν συμφωνίες με αντάλλαγμα ένα ποσοστό επί των κερδών. Ο Κέβιν Πόλακ αναλαμβάνει να ενσαρκώσει έναν ακόμα φανταστικό χαρακτήρα, τον Ραλφ Σλάτσκι, έναν ιδιοκτήτη καθαριστηρίου που τα κίνητρά του ξεπερνούν τη σφαίρα της οικονομικής ευμάρειας. Ο ίδιος λέει χαρακτηριστικά, «ο χαρακτήρας που ενσαρκώνω είναι ένας θρησκόληπτος Εβραίος που θεωρεί ότι πρέπει να υπηρετήσει το Ισραήλ. Ο Τοντ μάλιστα, έγραψε έναν μικρό μονόλογο για το συγκεκριμένο θέμα, για το γεγονός δηλαδή ότι κάθε Εβραίος έχει χρέος έναντι του Ισραήλ... Ο Εφρέμ λοιπόν, τον πείθει ότι η επιχείρησή τους υποστηρίζει το Ισραήλ, κι έτσι ο Ραλφ πιστεύει ότι υπηρετεί έναν ανώτερο σκοπό.»

Το καστ συμπληρώνει ο Τζέι Μπι Μπλανκ στον ρόλο του Μπασκίμ, του συνδέσμου του Εφρέμ και του Ντέιβιντ στην Αλβανία. Μέσω αυτού έκλεισαν την αγορά πυρομαχικών για ΑΚ-47 αξίας 100 εκατομμυρίων για τη δουλειά των 300 εκατομμυρίων δολαρίων που ή θα τους απογειώσει ή θα τους καταστρέψει. Ο Σον Τουμπ ενσαρκώνει τον οδηγό που αποκαλούν Μάρλμπορο, από τη μάρκα των τσιγάρων που καπνίζει. Ο Πάτρικ Σεντ Εσπρί ενσαρκώνει τον λοχαγό Φίλιπ Σάντας που δεν μπορεί να πιστέψει ότι δύο πολίτες κατάφεραν περάσουν αλώβητοι από το «Τρίγωνο του Θανάτου» στο Ιράκ.

Ο πραγματικός Ντέιβιντ Πακούζ κάνει μια κάμεο ως μουσικός σε μια από τις πρώτες σκηνές της ταινίας, όπου ο χαρακτήρας που ενσαρκώνει ο Τέλερ προσπαθεί να ξεφορτώσει κάποια σεντόνια σε ένα γηροκομείο. Ο Φίλιπς λέει σχετικά «Θεώρησα καλή ιδέα να τον βάλουμε στην ταινία. Του έχουμε δώσει να παίξει το ‘Don’t Fear the Reaper’ που προφανώς, δεν είναι το ιδανικότερο τραγούδι για τον χώρο. Μερικές φορές, πρέπει να κάνεις τέτοιες ανατροπές γιατί είναι διασκεδαστικές» λέει γελώντας.


Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ

ΝΤΕΪΒΙΝΤ

Τώρα, σοβαρά θέλεις να πάμε οδικώς στη Βαγδάτη;

ΕΦΡΕΜ

Ντέιβιντ, έμποροι όπλων είμαστε.

Πάμε να πουλήσουμε κανένα όπλο.

Η ταινία γυρίστηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου εκτός στούντιο, πράγμα που αποτέλεσε πρόκληση για τους δημιουργούς και τους συντελεστές. Ο Μπιλ Μπριζέσκι, που έκανε τον σχεδιασμό της παραγωγής στην πέμπτη του συνεργασία με τον Φίλιπς λέει «Ο Τοντ θέλει τα γυρίσματα να γίνονται εκτός στούντιο, σε τοποθεσίες που να ομοιάζουν όσο το δυνατόν περισσότερο με τις πραγματικές. Το ίδιο ήθελε και ο διευθυντής φωτογραφίας,  Λάρι Σερ, καθώς θεωρεί ότι το φυσικό φως εντείνει τον ρεαλισμό του τελικού αποτελέσματος.»

Ο Μπριζέσκι λέει ότι η ταινία είναι γεμάτη αντιθέσεις. «Ο καθαρός ηλιόλουστος ουρανός και η ζέστη του Μαϊάμι Μπιτς έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον γκρι, ψυχρό, μετα-σοβιετικό κόσμο του Βουκουρεστίου, όπου γυρίστηκαν οι σκηνές που εκτυλίσσονται στην Αλβανία. Τα γραφεία της AEY από μικροσκοπικά γίνονται κομψά και υπερσύγχρονα. Τα φτηνά διαμερίσματα δίνουν τη θέση τους σε υπερπολυτελείς και ακριβές κατοικίες. Βλέπεις όλα αυτά που συμβαίνουν όταν είσαι τόσο νέος και βγάζεις τόσο χρήμα, τόσο γρήγορα.»

Οι αντιθέσεις είναι εμφανείς και στα ρούχα τους. Ο ενδυματολόγος Μάικλ Κάπλαν εξηγεί, «Για τον Εφρέμ επιλέξαμε ένα στυλ Τόνι Μοντάνα/Σημαδεμένος στην αρχή της ταινίας. Καθώς η πλοκή εξελίσσεται τον βλέπουμε να στρέφεται προς ακριβά κοστούμια και αξεσουάρ Ιταλών σχεδιαστών – Gucci, Versace κλπ – να αλλάζει το χτένισμά του, να κάνει σολάριουμ, να φορά ακριβά ρολόγια. Από την άλλη υπάρχει η γκαρνταρόμπα του πιο συντηρητικού Ντέιβιντ. Είναι πιο προσγειωμένος, παραμένει η φωνή της λογικής και το συγκρατημένο λουκ του Μαϊάμι Μπιτς διατηρείται σε όλη την ταινία.»

Τα γυρίσματα ξεκίνησαν από την Ρουμανία, όπου γυρίστηκαν οι σκηνές που εκτυλίσσονται στην Αλβανία. Εκεί υποτίθεται ότι υπήρχαν αποθηκευμένα άφθονα όπλα και πυρομαχικά. Ο Φίλιπς λέει, «αναζητούσαμε μια τεράστια αποθήκη ή υπόστεγο. Ο Μπριζέσκι που έστειλε φωτογραφίες από ένα υπόστεγο που βρήκαν στο Βουκουρέστι. Όταν πήγα και το είδα είπα ‘αυτό είναι’. Ήταν ακριβώς ό,τι χρειαζόμασταν.»

«Το έλεγαν ‘Υπόστεγο του Βασιλέως’ γιατί αυτό ήταν. Ήταν το υπόστεγο του βασιλιά της Ρουμανίας πριν τον Κομμουνισμό. Το καθαρίσαμε και το γεμίσαμε με ένα σωρό αντικείμενα που πήραμε από μάντρες και συλλέκτες προκειμένου να το κάνουμε να θυμίζει οπλοστάσιο.»

Από τη Ρουμανία, οι δημιουργοί και οι συντελεστές ταξίδεψαν στο Λας Βέγκας. Για ακόμα μια φορά ο Φίλιπς επέλεξε το Caesar’s Palace, και ειδικότερα το καζίνο και το δημοφιλές εστιατόριό του.

Οι σκηνές του συνεδρίου όπλων στο Βέγκας, γυρίστηκαν στο Συνεδριακό Κέντρο του Λος Άντζελες. «Αυτό μας δυσκόλεψε αρκετά,» λέει ο Μπριζέσκι. «Μια αληθινή έκθεση όπλων είναι όση ένα γήπεδο ποδοσφαίρου γεμάτη όπλα και κόσμο. Εμείς φτιάξαμε ένα μικρό κομμάτι και με τη βοήθεια της τεχνολογίας το μεγαλώσαμε.»