Το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πάτρας, παρουσιάζει στον κήπο του θεάτρου «Γραμμές Τεχνης» το «Ελιξίριον Τσέχωφ!» από το «Άρμα Θέσπιδος», το νέο θεατρικό σχήμα, που δημιουργήθηκε από τον καλλιτεχνικό διευθυντή Κώστα Καζάκο, με στόχο να φέρει το καλό θέατρο κοντά στους πολίτες των συνοικιών, των χωριών και των περιοχών που βρίσκονται μακριά από τις θεατρικές σκηνές και δεν έχουν πολλές ευκαιρίες να απολαύσουν μια θεατρική παράσταση. Η ομάδα του σχήματος «Άρμα Θέσπιδος» θα παρουσιάσει τρία κωμικά μονόπρακτα του Τσέχωφ: την «Επέτειο», την «Αρκούδα» και την «Πρόταση Γάμου».

Ο Τσέχωφ (1860-1904) σκιαγραφεί ανάγλυφους χαρακτήρες, οι οποίοι εγκλωβίζονται σε αφοπλιστικά κωμικές συνθήκες. Τα κωμικά μονόπρακτα του συνιστούν μικρά διαχρονικά διαμάντια, αφού μέσα από τον έξυπνα κωμικό διάλογο, τις πνευματώδεις ατάκες και το σατιρικό χιούμορ, καυτηριάζουν και θίγουν καίρια διαχρονικά ζητήματα, όπως η κοινωνική διαφθορά, οι διαπροσωπικές σχέσεις, η γραφειοκρατία, ο έρωτας, τα κοινωνικά ήθη κ.α.

Στην πρώτη ιστορία, την «Επέτειο», ο διευθυντής μια τράπεζας, μαζί με το λογιστή του, προσπαθούν να γράψουν ένα λόγο για την επέτειο της σύστασης της τράπεζας, αλλά διακόπτονται, πρώτα από τη σύζυγο του διευθυντή κι έπειτα από μια ανήμπορη γυναίκα, που ζητάει τους μισθούς του άντρα της, ο οποίος έχασε τη δουλειά του στη νομαρχία.

Ο Τσέχωφ, βαθιά κωμικός και σαρκαστικός, αντίθετα με τη φήμη που τον στοιχειώνει, εδώ δεν χάνει την ευκαιρία να σατιρίσει τη Ρωσική μεγαλοαστική τάξη της εποχής του και τη γραφειοκρατία, με μια σάτιρα, που αποδείχθηκε διαχρονική και πέραν των ρωσικών συνόρων.

Στην «Αρκούδα», που ήταν και η κορυφαία κατά τη γνώμη μου, η χήρα Πόποβα θρηνώντας το χαμό του -όχι και τόσο πιστού- συζύγου της, υπό το διερευνητικό βλέμμα του πιστού υπηρέτη Λουκά, δέχεται την επίσκεψη του Σμιρνόφ, ο οποίος της ζητά τα χρήματα, τα οποία του οφείλει ο μακαρίτης. Η έντονη αντιπαράθεση Σμιρνόφ και Πόποβας  οδηγείται σε ακρότητες και τα πιστόλια δεν αργούν να βγουν, καθώς η μονομαχία είναι η μονή λύση.

Εδώ έχουμε μία απρόσμενη, αλλά συνάμα και αναπόφευκτη, ιστορία αγάπης. Η χαρακτηρολογία είναι ευφυέστατη, καθώς ο Σμιρνόφ, η λεγόμενη αρκούδα, φαίνεται να μην είναι τίποτα παραπάνω από έναν άξεστο, χοντροκομμένο μουζίκο της ρωσικής επαρχίας, με μόνο σκοπό του να εισπράξει τα λεφτά. Σταδιακά, όμως, θα φανεί η, καλά κρυμμένη, πλευρά του, καθώς στην κόντρα του με τη χήρα, ομολογεί ότι τρεις φορές μονομάχησε στη ζωή του και ήταν όλες για χάρη κάποιας γυναίκας. Σιγά-σιγά, τα αισθήματα και το πάθος τον κατακλύζουν εξ’ ολοκλήρου, σαν γνήσιο Ρώσο και φτάνει στο σημείο να της κάνει πρόταση γάμου. Η χήρα, από την άλλη, μια φινετσάτη, εύθραυστη γυναίκα, αποδεικνύεται σκληρό καρύδι και περισσότερο γενναία από ότι φανταζόταν ο Σμιρνόφ, καθώς δέχεται χωρίς δισταγμό την πρόσκλησή του να μονομαχήσουν, συνθέτοντας, έτσι,  ένα πραγματικά ταιριαστά αταίριαστο ζευγάρι.

Στη τρίτη ιστορία, την «Πρόταση γάμου», ο υποψήφιος γαμπρός επισκέπτεται το σπίτι του γείτονά του, για να κάνει πρόταση γάμου στην κόρη του και καταλήγει να καβγαδίζει μαζί της για την κυριότητα κάποιων χωραφιών και τα κυνηγετικά σκυλιά των δύο οικογενειών. Ο δραματουργός καταφέρνει, μέσα από μια φαινομενικά απλοϊκή οικογενειακή ιστορία, να περάσει ένα σαφές κοινωνικό μήνυμα, φέρνοντας στην επιφάνεια τη ματαιοδοξία, την υποκρισία, τον καιροσκοπισμό και τη γελοιότητα των εχόντων, που τυφλωμένοι από τον εγωισμό τους, οδηγούνται σε μάταιες και αφελείς ασυνεννοησίες σε βάρος συχνά του ίδιου του συμφέροντός τους.

Αναζητώντας τις αντιστοιχίες με το παρόν, μεταφερόμαστε μαγικά στον πολιτικό στίβο της Ελλάδας του σήμερα. Τηρουμένων των αναλογιών, η πρόταση γάμου γίνεται πρόταση συνεργασίας και η ασυνεννοησία των μελλονύμφων γίνεται αδυναμία συναίνεσης. Οι διάλογοι των ηρώων μετατρέπονται σε εξαντλητικά ντιμπέητ και παράλογες αψιμαχίες σε τηλεοπτικά πάνελ αλαζόνων και διεφθαρμένων πολιτικών, χωρίς να αλλάξει ούτε μια λέξη από το πρωτότυπο κείμενο... 

Η σκηνοθετική ματιά του Χρ.Στρέπκου, σύγχρονη και φρέσκια, έφερε τη ρωσική κοινωνία του Τσέχωφ στο σήμερα με μαεστρία, βασιζόμενος στη γλαφυρή, μεστή μετάφραση του Λυκούργου Καλλέργη. Η παράσταση ανέδειξε το χιούμορ του συγγραφέα, υποδόριο, βιτριολικό, καυστικότατο και είχε ένα ξέφρενο ρυθμό, συνοδευόμενη από συνεχής χορογραφημένη κίνηση, που ταίριαξε αρμονικά με τη φύση των κειμένων (ο ίδιος ο Τσέχωφ εξάλλου τα περιέγραφε σαν βοντβίλ, ένα θεατρικό είδος, που γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην Αμερική στα τέλη του 19ου αιώνα και συνδύαζε μουσική, χορό, ακροβατικά, ταχυδακτυλουργικά και θεατρικά σκετς). Ο σκηνοθέτης τόνισε το κινησιολογικό-φαρσικό στοιχείο των φιλονικιών, των πτώσεων, των κυνηγητών, προκαλώντας, έτσι, αβίαστα το γέλιο.

Το σκηνικό λιτό, αποτελείται ουσιαστικά από ένα χρωματιστό, ελαστικό στρώμα. Τα κοστούμια προσεγμένα και καλοσχεδιασμένα, αναπαριστούν πιστά την ρωσική μόδα στα τέλη του 19ου αιώνα, ενώ η μουσική σε βάζει στο κλίμα και δένει άψογα τις ιστορίες. 

Οι ηθοποιοί κατάφεραν να πετύχουν μια άψογη επικοινωνία με το κοινό. Απολαυστικός ο Βασίλης Κόκκαλης, συνέλαβε και τη παραμικρή απόχρωση των τριών ρόλων, που έπαιξε, ερμηνεύοντας φυσικά και άμεσα, αξιοποιώντας κάθε εκφραστικό μέσο. Σαν διευθυντής, στην πρώτη ιστορία, μπήκε τέλεια στην ψυχολογία ενός δανδή, γυναικά της εποχής, παίζοντας στητός κι ευθυτενής, με φιλαρέσκεια και περηφάνια.

Στον ρόλο του Σμιρνόφ, ορμά σαν καταιγίδα στη σκηνή, αναταράζοντας το σπίτι της Πόποβας με τη βαθειά βροντερή φωνή του και τις άγριες χειρονομίες. Καταφέρνει να περάσει πειστικά και τις δυο πλευρές του ρόλου. Πρώτα, την άγρια, πρωτόγονη πλευρά του Σμιρνόφ, που δικαιολογεί το παρατσούκλι αρκούδα, και ύστερα, την ευαίσθητη, ρομαντική πλευρά του, σκιαγραφώντας τον ως ένα πληγωμένο ιδεαλιστή του έρωτα, που προσπαθεί, μάταια, να αντισταθεί στο ερωτικό κάλεσμα.

Πνευματώδης, με στυλ, χάρη και άψογη κίνηση η Ελένη Καλαντζοπούλου στο ρόλο της πιστής χήρας, συνέθεσε ένα πειστικό ερωτικό ντουέτο, με τον Β.Κόκκαλη, κρύβοντας καλά τα αληθινά αισθήματα του ρόλου της και τονίζοντας τις εσωτερικές της συγκρούσεις (ξεκαρδιστική η τελική σκηνή, όπου μια καλεί τον Σμιρνόφ και μια τον διώχνει, κρατώντας τα πιστόλια).

Δεινότατη κωμικός η Κατερίνα Κολλυροπούλου, έπαιξε με ενεργητικότητα και μπρίο τον ρόλο της γυναίκας, που δημιουργεί τις παρεξηγήσεις στην «Επέτειο». Ως ανύπαντρη κόρη στην τρίτη ιστορία, σκιαγράφησε γλαφυρά και αστεία την απεγνωσμένη ανάγκη του ρόλου της να βρει γαμπρό.

Πολύ καλός και ο Γιάννης Τσάκωνας στον ρόλο του λογιστή, τον οποίο ερμήνευσε ως ένα ανθρωπάκο εριστικό, ευέξαπτο, με βαθιά, ειρωνική φωνή κι εμφανή εσωτερική οργή, έτοιμο να ξεσπάσει ανά πάσα στιγμή. Ως υπηρέτης Λουκάς και ως νευρωτικός, υποψήφιος γαμπρός ξεχώρισε κινησιολογικά, χρησιμοποιώντας με άριστο κωμικό τρόπο το σώμα του. Η φυσική, σωματική αντίθεση του με τον Β.Κόκκαλη έκανε ξεκαρδιστική την σκηνή, στην οποία η Πόποβα διατάζει τον Λουκά να διώξει τον Σμιρνόφ με τη βία από το σπίτι της. 

Στην καρδιά της Τσεχοφικής σάτιρας βρίσκεται η αγάπη για τον άνθρωπο. Ο θεατής γελάει αυθόρμητα, όμως, πίσω από το γέλιο κρύβεται το δάκρυ. Η ειρωνική αποδοχή της ζωής και το στοιχείο του αυτοσαρκασμού είναι παράγοντες του κωμικού και ταυτόχρονα πικρού στοιχείου, που διαπνέει τα έργο του Ρώσου συγγραφέα. Η παράσταση τα προσλαμβάνει και τα κοινωνεί όλα αυτά άψογα, με εξαιρετικές ερμηνείες, πληρώντας τον στόχο, που είχε τεθεί από το «Άρμα Θέσπιδος», για «ψυχαγωγία υψηλού επιπέδου σε μικρούς και μεγάλους». 

«Ελιξίριον Τσέχωφ»

Κείμενο: Άντον Τσέχωφ

Μετάφραση: Λυκούργος Καλλέργης Σκηνοθεσία: Χρήστος Στρέπκος Σκηνικά - Κοστούμια : Θάλεια Ιστικοπούλου  Κίνηση: Μαριμίλλη Ασημακοπούλου Παίζουν οι ηθοποιοί: Ελένη Καλαντζοπούλου , Κατερίνα Κολλυροπούλου , Βασίλης Κόκκαλης, Γιάννης Τσάκωνας

Θέατρο «Γραμμές Τέχνης»

Μαιζώνος 271, Πάτρα

Πληροφορίες- Κρατήσεις: 6906569578

ΗΜΕΡΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Τρίτη, 28 Ιουνίου στις 9:30 μ.μ.

Εισιτήριο: 5 ευρώ ατομικό, 10 ευρώ οικογενειακό