Ο Άρης είναι ένας νέος κοντά στα τριάντα, πρώην ασκούμενος δικηγόρος, ο οποίος προσπαθεί να επανέλθει στο χώρο της Νομικής, ύστερα από μια μεγάλη αποτυχία, που τον σημάδεψε. Αναγκάζεται να εργαστεί ως κούριερ για τα προς το ζην και μια μέρα, κατά τη μεταφορά ενός δέματος σε ένα εγκαταλελειμμένο αρχοντικό, δέχεται επίθεση από έναν άγνωστο. Όταν συνέρχεται, βρίσκεται ζωσμένος με εκρηκτικά, έναν μηχανισμό που μετράει αντίστροφα κι ένα ακουστικό από το οποίο του μιλάει ένας μυστηριώδης άντρας.

Αναγκασμένος να ακολουθήσει τις οδηγίες του, ο Άρης προσπαθεί να σώσει τη ζωή του, ψάχνοντας το κατάλληλο κλειδί που θα απενεργοποιήσει τον μηχανισμό. Μέσα όμως από αυτές τις δοκιμασίες, θα αναθεωρήσει όσα γνωρίζει για το παρελθόν και τις επιλογές του και θα βρεθεί σε ένα μαραθώνιο επιβίωσης, μεταξύ της αστυνομίας, εγκληματιών και του χρόνου, ο οποίος ολοένα λιγοστεύει... 

Το κόνσεπτ της ταινίας δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας. Ένας γνώστης του κινηματογράφου μπορεί εύκολα να διακρίνει τις επιρροές και τα δάνεια από επιτυχημένες ταινίες του εξωτερικού. Το σημείο κλειδί, όμως, είναι η λέξη «επιτυχημένες». Σε αντίθεση με τις ταινίες του Greekweirdwave (που μόνο Greekδεν είναι), οι οποίες δανείζονται στοιχεία από ψιλοξεχασμένες κι αντι-εμπορικές ταινίες, το «Shortfuse» είναι προορισμένο να ακολουθήσει τα πρότυπα των ξένων blockbuster. 

Η σεναριακή δομή της ταινίας είναι υποδειγματική. Κάθε σκηνή είναι αναφαίρετο στοιχείο της νοηματικής αλληλουχίας, προωθεί την πλοκή μέσω σύγκρουσης και μας αποκαλύπτει χαρακτηρολογικά στοιχεία. Δύσκολο να ανακαλέσεις ελληνική ταινία, που να καταφέρνει κάτι παρόμοιο στο πρόσφατο, τουλάχιστον, παρελθόν. Επιπλέον, το σενάριο επιτυγχάνει κάτι, το οποίο στις χολυγουντιανές ταινίες φαντάζει δεδομένο, αλλά στις εγχώριες παραγωγές σπάνιο: Την «σύνδεση» του πρωταγωνιστή με το κοινό, ώστε οι θεατές να ενδιαφέρονται και να «υποστηρίζουν»  τον ήρωα της ταινίας στην προσπάθειά του να πραγματώσει το στόχο του. Ένα σημείο, το οποίο, ίσως, ξενίζει είναι οι διάλογοι, αλλά αυτό οφείλεται, αφενός στο ότι οι έλληνες ηθοποιοί δυσκολεύονται γενικά με το ατακαδόρικο στιλ, αφετέρου ότι η ίδια η ελληνική γλώσσα δεν είναι ιδιαίτερα «κινηματογραφική». Ακούμε ατάκες, τις οποίες οι δημιουργοί, κατά πάσα πιθανότητα, έχουν σκεφτεί πρώτα στα αγγλικά και τις μετέφεραν ύστερα στα ελληνικά. Παρ’ όλ’ αυτά, οι αυτοσχεδιασμοί του Τάσου Νούσια δίνουν ένα διαφορετικό χρώμα κι άκουσμα και προσδίδουν μια φρεσκάδα και πρωτοτυπία. 

Η σκηνοθεσία είναι φρενήρης, ενθουσιώδης κι εστιασμένη καθαρά στη δράση. Όσον αφορά το ρυθμό της ταινίας, είναι τόσο καλός, που σε κάνει να χάνεις την αίσθηση του χρόνου –όταν γίνεται το διάλειμμα, δεν καταλαβαίνεις πως πέρασαν τόσο γρήγορα σαράντα λεπτά. Το εξαιρετικό μοντάζ δεν χαραμίζει δευτερόλεπτο σε ανούσια πράγματα κι ωθεί την ταινία με ορμή προς τα μπρος. Τα κάδρα είναι προσεγμένα κι έχουν ενιαία, καρτουνίστικη αισθητική. Η ένσταση μου βρίσκεται στο shaky-camστιλ (κάμερα που κουνιέται), το οποίο αποδυναμώνει, παρά ενισχύει την ένταση του κυνηγητού και της καταδίωξης. Οι καλοσκηνοθετημένες σκηνές δράσης εντάσσονται αρμονικά κι οργανικά στο όλον και δεν αποτελούν απλώς «γεμίσματα». Εμπνευσμένη η χρήση της κόκκινης συλλεκτικής Corvette Stingray στη σκηνή της καταδίωξης.Θα προτιμούσα το φωτισμό λίγο πιο σκοτεινό, για να ενισχυθεί το στοιχείο του thrillerστην ταινία (σε στιλ Ντέιβιντ Φίντσερ), καθώς με τη φωτεινότητα των πλάνων μειώνεται η αίσθηση της απειλής. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, η ταινία κερδίζει στο θέαμα και την όμορφη σκιαγράφηση των τοπίων. 

Από τους ηθοποιούς την παράσταση κλέβει ο Τάσος Νούσιας, που ενσαρκώνει τον Μίλτο, έναν άνθρωπο της νύχτας, οριακό κι ακραίο. Τον ερμηνεύει με πολύ μεγάλη και συνεχή εσωτερική ένταση, μπολιάζοντας τον, συγχρόνως, με ένα αρρωστημένο, μαύρο χιούμορ. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο ο Απόστολος Τότσικας είναι μεν άχρωμος (σε στιλ Κιάνου Ριβς), αλλά η ενέργεια κι η δυναμικότητα του, σε συνδυασμό με την ελκυστική εμφάνιση του, τον κάνουν κατάλληλο, για να πρωταγωνιστήσει σε ταινία δράσης. 

Είναι παράξενο να εντυπωσιαζόμαστε, επειδή κάποιοι αποφάσισαν και κατάφεραν να εφαρμόσουν την αλφαβήτα της κινηματογραφικής γλώσσας. Σε μια χώρα, όμως, όπου η πλειονότητα των δημιουργών δεν έχουν ιδέα από κινηματογραφική τεχνική, αυτό είναι αξιοσημείωτο γεγονός. 

«Shortfuse»

Σκηνοθεσία: Ανδρέας Λαμπρόπουλος, Κώστας Σκύφτας

Σενάριο: Κωνσταντίνος Μουτσινάς, Κώστας Σκύφτας Διεύθυνση Φωτογραφίας: Ανδρέας Λαμπρόπουλος Μοντάζ: Ανδρέας Λαμπρόπουλος, Κώστας Φασούλας

Μουσική: Γιώργος Καλλής

Μια παραγωγή των Πάρη Κασιδόκωστα-Λάτση, Τέρι Ντούγκας και Κωνσταντίνου Μουτσινά

Πρωταγωνιστούν: Απόστολος Τότσικας, Ευγενία Δημητροπούλου, Τάσος Νούσιας, Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Θοδωρής Αθερίδης, Νίκος Ορφανός, Μάνος Γαβράς, Νίκος Κουρής, Ειρήνη Μπαλτά, Γιώργος Ρουστέμης, Γιώργος Καραμίχος 

Διάρκεια: 85' 

Παίζεται στον κινηματογράφο Ster Veso Mare

Αίθουσα 1 στις 23:10