«Αδερφέ, συγνώμη που άργησα. Φταίω!». Δεν του είπα ότι «τρελαίνομαι» με τις καθυστερήσεις, γιατί τηλεοπτικά μου ήταν πολύ συμπαθής. Κυρίως, γιατί έμοιαζε αυθεντικός. Και είναι τελικά. Είναι να απορεί κανείς πώς ένας άνθρωπος που γράφει μουσική και συμμετέχει στο μεγαλύτερο τηλεοπτικό μουσικό show επιμένει να ζει στο χωριό του, όπως το αποκαλεί, τη Μάκρη Αλεξανδρούπολης.

Hip Hop στην Αλεξανδρούπολη

Εκεί γεννήθηκε και μεγάλωσε. «Νορμάλ οικογένεια κι ένας μεγαλύτερος αδελφός. Είχαμε τα προβλήματα που μπορεί να έχει μια αστική οικογένεια. Ήμουν μέτριος μαθητής, αλλά καλό παιδί. Ακόμη και σήμερα σταυροκοπιόμαστε οικογενειακώς για το πώς εγώ ασχολήθηκα με τη μουσική, καθώς δεν είχαμε κανέναν στο σπίτι που να γνώριζε μουσική.

Επαναστάσεις και σκανταλιές έκανα στο σχολείο, σε αντίθεση με τον αδελφό μου, που ήταν τύπος και υπογραμμός. Έτρωγα πού και πού καμιά φάπα από τον πατέρα μου. Του φιλάω τα χέρια που μου έδωσε τις άγιες φάπες, γιατί με αφύπνισαν. Εκείνο που ενοχλούσε περισσότερο τους γονείς μου ήταν η αποστροφή μου για τη μάθηση.

Κάθε φορά που περνούσε το τρίμηνο, οι γονείς μου για να πάρουν τους βαθμούς του αδελφού μου, πήγαιναν αγκαζέ και υπερήφανοι στους καθηγητές. Για εμένα μάλωναν ποιoς από τους δύο θα πάει, γιατί ντρέπονταν. Ήμουν το μαύρο πρόβατο, αλλά με αγαπούσαν» λέει ο Μιχάλης στο People.


Κάπου καλά φυλαγμένο βρίσκεται ακόμη το μπλε τετράδιό του –ΔΙΕΘΝΕΣ γράφει απ’ έξω–, όπου «κοιμούνται» οι πρώτοι στίχοι, οι πρώτες του ρίμες. Ήταν 14 ετών, όταν έγραψε για πρώτη φορά και οι στίχοι του θυμάται ότι αφορούσαν τα κουνούπια.

«Δεν τα έδειχνα σε κανέναν αυτά που έγραφα. Το τετράδιό μου το βλέπω καμιά φορά για να παίρνω ανάσες από το παρελθόν και να γελάω. Στα 17 μου κατέβηκα στην Αθήνα. Πήγα να συναντήσω τους Active Member στο Πέραμα. Με παρακίνησαν η ανήσυχη εφηβεία μου και η αγάπη μου για το hip hop.

Γνωρίστηκα με τα άλλα παιδιά, δημιουργήσαμε το γκρουπ Βαβυλώνα, πήγα φαντάρος, αλλά συνέχισα να ασχολούμαι με το συγκρότημα. Ήταν σχολείο για μένα. Όταν αποφάσισα κάποια στιγμή να κάνω κάτι δικό μου, γεννήθηκαν οι Stavento. Εδώ και δέκα χρόνια, γουστάρω πολύ αυτό που κάνω, γεμίζει την ψυχή μου» εξομολογείται.


Του αρέσει που αποκαλώ την Αλεξανδρούπολη «καταφύγιο και ορμητήριο». «Θα το χρησιμοποιώ από εδώ και στο εξής» λέει. «Σ’ το χαρίζω» απαντάω. Στην όμορφη αυτή πόλη του βορρά, ο Μιχάλης Κουινέλης ζει, αναπνέει, γράφει μουσική στο στούντιο του.

«Συναντάω και τους φίλους μου, πάμε σε ταβερνάκια, είμαστε “άρρωστοι” με το καλό ελληνικό κρασί, ψάχνουμε νέες ετικέτες, μιλάμε για γυναίκες, γυναίκες και γυναίκες. Αντροπαρέα κλασική. Δεν μιλάω με τους φίλους μου για μουσική, τηλεόραση και όλα αυτά.

Ο ένας είναι υδραυλικός, ο άλλος τραπεζικός, ο τρίτος έχει μπαρ. Όταν βρισκόμαστε, είναι σαν να έχει σταματήσει ο χρόνος στο παρελθόν, στην εφηβεία μας. Μαγειρεύω κιόλας. Βάζω ό,τι να ’ναι στην κατσαρόλα και μπορεί να πετύχει. Διαβάζω συνταγές και φωνάζω φίλους για να τις δοκιμάσουμε».


The Voice

Έχοντας δουλέψει στην τηλεόραση, οφείλω να καταθέσω ότι οι υπεύθυνοι καλεσμένων στις εκπομπές, εδώ και χρόνια, έβαζαν και έβγαζαν το θερμόμετρο, καθώς ανέβαζαν δέκατα με την επιμονή του Μιχάλη να αρνείται πεισματικά την εμφάνισή του σε οποιοδήποτε τηλεοπτικό πλατό.

«Ένιωθα ότι δεν μπορούσα να το διαχειριστώ όλο αυτό με την τηλεόραση και τις συνεντεύξεις. Δεν το σνόμπαρα. Δεν ήθελα, όμως, να μάθουν εμένα οι άνθρωποι, αλλά τα τραγούδια μου. Είμαι εικονολήπτης - μουσικοσυνθέτης, άρα γιατί να μιλάω για μένα; Όταν μου έγινε η πρόταση για το The Voice, ένιωθα ένα τεράστιο ερωτηματικό πάνω από το κεφάλι μου. Σκεφτόμουν “από πού κι ως πού;”. Έλεγα στον εαυτό μου “Αδερφέ, εμένα πού με ξέρουν;

Και άμα γυρίσουμε και οι τέσσερις coaches, γιατί να επιλέξουν εμένα; Αφού κι εγώ τον Ρέμο και τη Βανδή θα επέλεγα, που είναι πιο γνωστοί”. Το φοβόμουν όλο αυτό. Δεν είχα πάει ποτέ σε εκπομπή, δεν ήξερα τι γίνεται με τις κάμερες. Στο τέλος είπα “Μιχαλιό, πάμε και βλέπουμε. Μπορεί και να μην τα καταφέρουμε”. Τώρα, πλέον, νιώθω ότι το έκανα καλά. Αγχώνομαι παραπάνω απ’ όσο πρέπει και αντιδρώ περίεργα. Το άγχος με καταβάλλει και νιώθω ότι επιβαρύνω την ψυχή μου» ομολογεί.


Τη στιγμή που γράφονταν αυτές οι γραμμές, δεν γνωρίζαμε ακόμη αν η Αρετή Κοσμίδου, το κορίτσι που κοουτσάρει, θα είναι η νικήτρια του The Voice. Αν, ωστόσο, κληθεί να ξαναγίνει coach στο μέλλον; «Δεν ξέρω. Θέλω να οργανωθώ ξανά ως άνθρωπος. Δεν είναι η δουλειά μου η τηλεόραση. Αν νιώσω ότι αφήνω κενά στη σύνθεση της μουσικής μου, δεν θα μπορώ να είμαι σε άλλο μέτωπο. Πρέπει να έχω κάτι καλά δομημένο, ώστε να δοκιμαστώ και αλλού.

Αυτή τη φορά είχα έτοιμο άλμπουμ που έτρεχε κι έτσι κατάφερα να βρίσκομαι στο The Voice. Δεν λέω ότι δεν θα το ξαναέκανα, λέω ότι δεν ξέρω. Είναι χρονοβόρο και η διαδικασία των αποχωρήσεων σε καταβάλλει. Λυπήθηκα ξεχωριστά για κάθε παιδί που αποχωρούσε και υπήρχαν βράδια που έχασα τον ύπνο μου. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ εξαιτίας των αποφάσεων που έπαιρνα κάθε φορά» παραδέχεται στο People.

A Paris

Στον ημιτελικό του talent show, τον είδαμε σε ένα εξαιρετικό ντουέτο με τη so hot right now Indila, με το ρεμίξ που έφτιαξε ο Μιχάλης στην απόλυτη επιτυχία της «Derniere dance». Όχι, δεν ήταν εύκολο αυτό που κατάφερε ο Stavento! Εκατοντάδες προτάσεις για ρεμίξ είχαν φτάσει στην εταιρεία της Γαλλίδας ερμηνεύτριας, ακόμη και από έμπειρους συμπατριώτες της, αλλά κανείς δεν πήρε την πολυπόθητη έγκριση. Ο Μιχάλης και η ομάδα του (Χαρά Σαφαρίκα και Γιάννης Κουτράκης) το πάλεψαν για δύο μήνες περίπου. Και πράγματι, η πρότασή του και οι μεταφρασμένοι στίχοι που έστειλαν στο Παρίσι έπιασαν τόπο. «Η Indila είναι καλλιτέχνις στη φάση των Stavento, βάζει ψυχή, δεν κάνει κάτι απλώς για να βγάλει χρήματα. Γράφει στίχους, έχει άποψη πάνω στη μελωδία. Όταν ήρθε στην Ελλάδα, περάσαμε δύο μέρες μαζί και κατάλαβα ότι τίποτα δεν γίνεται τυχαία.


Είναι πλάσμα με τεράστια φωνή. Μετά το ντουέτο μας στο show, μας έδωσαν μάλιστα και την άδεια να κυκλοφορήσει το ρεμίξ και στα ραδιόφωνα». Και μετά την Indila, ήταν η σειρά του Νίκου Αλιάγα. Του Έλληνα Νίκου, ο οποίος σημειώνει τεράστια επιτυχία στη Γαλλία, ως παρουσιαστής του γαλλικού The Voice. «Ο Νίκος βοήθησε την Indila στα πρώτα της βήματα και τη στήριξε. Πρώτη φορά τον συναντούσα και ήταν σαν να τον γνώριζα χρόνια. Μπήκα σε μια φιλόξενη ελληνική οικογένεια. Άκουγες ελληνικά, υπήρχε γιουβέτσι για φαγητό. Μια πραγματικά εξαιρετική οικογένεια, με τους γονείς του Νίκου, την αδελφή του, τη γυναίκα του και την κορούλα τους. 

Ένιωθες την Ελλάδα κι έξω από το παράθυρο έβλεπες τον πύργο του Άιφελ. Κάναμε μια κυριακάτικη βόλτα και τον χαιρετούσαν στο δρόμο. Δεν μου αρέσει η λέξη σταρ. Θα πω μάγκας, λοιπόν. Είναι τεράστιος μάγκας ο Νίκος. Βρέθηκα δίπλα του στον ημιτελικό του γαλλικού The Voice. Με ανέβασε στο stage. Το τομάρι μου, βασικά, γιατί η ψυχή μου είχε εξαφανιστεί εκείνη τη στιγμή. Ένιωθα την ενέργειά του πάνω μου. Πέντε λεπτά πριν βγει, άκουγε στο καμαρίνι του Καζαντζίδη, “Κάτω απ’ το πουκάμισό μου”. Και μετά όρμησε στη σκηνή. Με συγκίνησε». 


Μιχάλης και Ήβη

Επανέρχομαι σε μια δική του κουβέντα, όταν είπε ότι με τους φίλους του μιλάνε για γυναίκες, γυναίκες και γυναίκες. Πόσες δηλαδή, αφού στη δική του ζωή υπάρχει μόνο η Ήβη Αδάμου, 21; «Ε, ξέρεις πώς είναι οι αντροπαρέες». Πώς τα καταφέρνουν, αλήθεια, οι δυο τους, όταν εκείνος βρίσκεται στην Αλεξανδρούπολη κι εκείνη στην Αθήνα; «Κι εγώ και η Ήβη ξέρουμε ότι χρειαζόμαστε το χώρο και το χρόνο μας. Δεν περιμένω από κάποιον να μου γράψει τραγούδια για να επιβιώσω. Καταλαβαίνει ότι η έμπνευσή μου βρίσκεται στην Αλεξανδρούπολη. Όποτε μπορεί, ανεβαίνει εκείνη και όποτε μπορώ, κατεβαίνω εγώ». 

Ο Μιχάλης δεν υπήρξε ποτέ ο άντρας που λέει «για πάντα». «Νομίζω ότι κάτι τέτοιο θα με καθησύχαζε ως άντρα, δεν το θέλω. Νιώθω ότι πρέπει να προσπαθώ συνεχώς για όλα. Δεν μου αρέσει να βαλτώνω. Με την Ήβη σχεδιάζουμε πράγματα για το μέλλον, όπως κάθε ζευγάρι. Είμαστε μαζί πλέον ένα χρόνο και κάτι. Και είναι πολύ οργανωτική. Ωριμότερη από μένα, σχεδόν σε όλα. Έχει μπει από μικρή στη μουσική, 16 ετών, και αντιλαμβάνεται διαφορετικά τα πράγματα.

Γνωρίζω πολύ καλά και τους γονείς της, καθώς όταν ήταν 17 κάναμε μαζί περιοδεία. Με συμβουλεύονταν από τότε και με εμπιστεύονταν οι γονείς της. Την αγάπησα ως παιδί την Ήβη και αργότερα αυτό εξελίχθηκε σε μια όμορφη σχέση. Σε γενικές γραμμές είμαι πιο εύπιστος, ενώ οι γυναίκες είναι πιο υποψιασμένες» λέει ο Μιχάλης. 


Το φωτεινό κεφάλι

Τον πειράζω για τα μαλλιά του. «Ειλικρινά, δεν ξέρω πότε ακριβώς έχασα τα μαλλιά μου. Τα ξύριζα και επειδή ήταν πάντα ξυρισμένα δεν κατάλαβα πότε έφυγαν. Όταν κάποια στιγμή άφησα μαλλιά, το διαπίστωσα και η μητέρα μου μου είπε ότι ήταν ξανθιά τούφα για να μη με στενοχωρήσει». Ακόμη και σήμερα, που όλοι αναγνωρίζουν τον Μιχάλη των Stavento, ελάχιστοι γνωρίζουν την πορεία του ως εικονολήπτη. «Δούλευα ως εικονολήπτης και ό,τι χρήματα έβγαζα τα επένδυα στη μουσική.

Αρχικά, σε τοπικό κανάλι της Αλεξανδρούπολης και αργότερα ως συμβασιούχος της ΕΡΤ και ανταποκριτής της ΕΤ3 στο νομό Ροδόπης. Από αυτό ζούσα. Το εγκατέλειψα το 2008, όταν πλέον έγιναν πιο ενεργά τα πράγματα με τους Stavento. Διέκοψα τη σύμβαση με πόνο ψυχής, γιατί αγαπούσα τη δουλειά μου. Φοβόμουν μήπως αποτελέσω κι εγώ ένα μουσικό πυροτέχνημα. Νιώθω ότι η δύναμή μου τελικά είναι το ότι δεν άφησα ποτέ το χωριό μου, τη Μάκρη Αλεξανδρούπολης». Σήμερα, οι γονείς του, που κάποτε ντρέπονταν για τους βαθμούς του, είναι υπερήφανοι για αυτόν. «Ο πατέρας μου, που δύσκολα εκφράζεται θετικά, μου είπε “πας καλά”. Για να το πει αυτός, είναι σαν να κατέκτησα τον κόσμο. Η μητέρα μου, όμως, είναι η αρχηγός του fan club».


Ο Μιχάλης τη μουσική του δεν θα την ταξιδέψει ποτέ στα νυχτερινά μαγαζιά. «Δεν νιώθω ότι αυτό που κάνω είναι για τα μπουζούκια. Δεν το λέω για κακό, κι εγώ διασκεδάζω εκεί. Η μουσική μου, όμως, δεν κολλάει σε τέτοιους χώρους, γιατί περνάει μηνύματα. Μόνο συναυλίες για μένα ή κάποια μουσική σκηνή, με μια ενδιαφέρουσα συνεργασία»