Στη δεύτερη θέση των κορυφαίων χώρων με ζωντανές παραστάσεις κατατάσσεται το θέατρο του Ηρώδου του Αττικού, σε ειδικό ένθετο που φιλοξενεί η έγκριτη εφημερίδα «Globe and Mail».

Πρόκειται για ένα αφιέρωμα που αφορά τη χρήση προνομίων από πιστωτικές κάρτες, με τίτλο «Top venues for live theatre» (Οι κορυφαίοι χώροι για ζωντανές παραστάσεις), και παρουσιάζει τις καλύτερες τοποθεσίες ανά τον κόσμο όπου μπορεί να παρακολουθήσει κανείς θεατρικές, χορευτικές και μουσικές παραστάσεις.

Σχετικά με το Ηρώδειο, υπάρχει αναφορά στην ιστορία του, ενώ χαρακτηρίζεται ως το καλύτερο παράδειγμα αυθεντικού Ελληνικού αμφιθεάτρου και περιγράφεται ως «η τέλεια τοποθεσία όπου συναντάται η μοντέρνα μουσική με την αρχαία ατμόσφαιρα».

Το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού στη μορφή που ήταν κατά τα μέσα του 19ου αιώνα.

Είναι το ιδανικό όλων των καλλιτεχνών, αναφέρει το δημοσίευμα της «Globe and Mail».

Πρώτο στη λίστα έρχεται το Minack Theatre, Porthcurno της Αγγλίας, και έπονται του Ηρωδείου, η Όπερα του Σίδνεϊ, η Σκάλα του Μιλάνου, το Κάρνεγκι Χολ της Νέας Υόρκης, το θέατρο Μπολσόι της Μόσχας και άλλα διάσημα θέατρα του κόσμου.

Ωδείο Ηρώδου του Αττικού

Το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού είναι αρχαίο ωδείο της ρωμαϊκής περιόδου, που βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλαγιά της Ακρόπολης των Αθηνών.

Χτίστηκε με ταχύτατο ρυθμό με δαπάνες του Ηρώδη του Αττικού κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ., προς τιμήν της συζύγου του Ασπασίας Αννίας Ρηγίλλης, η οποία πέθανε το 160 μ.Χ.

Ο προορισμός του οικοδομήματος ήταν, κατά κύριο λόγο, οι μουσικές εκδηλώσεις και για αυτό ονομάστηκε Ωδείο.

Η ανάγκη της ανέγερσής του προέκυψε μετά την κατάρρευση του Ωδείου που είχε κτιστεί στο κέντρο της αρχαίας αγοράς της Αθήνας από τον στρατηγό του Αυγούστου, τον Αγρίππα, περί το 15 π.Χ., και εκείνο σε αντικατάσταση του ακόμα παλαιότερου Ωδείου του Περικλή, που είχε πυρπολήσει ο Σύλλας το 85 π.Χ

Ο χώρος που προοριζόταν για το κοινό είχε 32 σειρές από μαρμάρινες κερκίδες και η χωρητικότητά του ήταν της τάξεως των 5000 περίπου θεατών.

Όπως και στα θέατρα της ρωμαϊκής εποχής, η ορχήστρα είχε ημικυκλικό σχήμα.

Το σκηνικό οικοδόμημα βρισκόταν υπερυψωμένο στο βάθος της σκηνής και είχε τρεις ορόφους, δύο εκ των οποίων διατηρούνται μέχρι σήμερα σε ύψος 28 μέτρων.

Το Ωδείο ήταν στεγασμένο με ξύλινη οροφή από ξύλο κέδρου.

Από διάφορες ενδείξεις προκύπτει ότι λειτούργησε μόνο 105 χρόνια, δεδομένου ότι τον 3ο αιώνα, δηλαδή το 267 μ.Χ., πολλά οικοδομήματα της Αθήνας, όπως και αυτό, καταστράφηκαν από τους Έρουλους επιδρομείς.

Επίσης, αυτό το διάστημα από τα διάφορα ευρήματα των ανασκαφών, όπως κρανία ανθρώπων και ταύρων, πιθανολογείται ότι ο χώρος χρησιμοποιήθηκε και για μονομαχίες και ταυρομαχίες.

Φαίνεται όμως πως και οι τοίχοι του οικοδομήματος χρησιμοποιήθηκαν αργότερα ως οχυρωματικό έργο, εντασσόμενο στο τείχος που περιέβαλλε τη βάση του λόφου της Ακρόπολης.

Εκτός από τα ερείπια οικίσκων που βρέθηκαν μέσα στο Ωδείο, βρέθηκαν και ερείπια μικρής εκκλησίας.

Στο μέσον της σκηνής και ακριβώς αντίκρυ της λεγόμενης «Βασιλείου Πύλης» ανακαλύφθηκε υπόγειο που εκτείνεται σε όλο το μήκος της έκτασης της σκηνής.

Οι επιχώσεις που επήλθαν στους επόμενους αιώνες σχεδόν το εξαφάνισαν, με μόνο ορατό σημείο τον ψηλό τοίχο της σκηνής, με την όλη κατασκευή να μοιάζει περισσότερο με γέφυρα.