O Τζον Λοκ, εκ των θεμελιωτών του Διαφωτισμού έλεγε «οι πράξεις των ανθρώπων είναι οι καλύτεροι διερμηνείς των σκέψεων τους».

Στο πολυνομοσχέδιο που αφορούσε και τις υπηρεσίες ύδρευσης της χώρας μας, επιχειρήθηκε μεταξύ άλλων στη σύσταση του «Υπερ-ταμείου» υπό τον τίτλο «Ελληνική Εταιρία Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε.» να μπουν οι εταιρίες ΕΥΑΘ Α.Ε. και ΕΥΔΑΠ Α.Ε. που στο σύνολο τους θα μεταβιβάζονταν στην ΕΔΗΣ (Εταιρία Δημοσίων Συμμετοχών Α.Ε.), μία εκ των θυγατρικών του Υπερταμείου.  Επίσης, επανέρχεται πρόσφατα το θέμα της ιδιωτικοποίησης των φορέων ύδρευσης και για την περιοχή μας με αφορμή το φράγμα Πείρου-Παραπείρου και την παράδοσή του.

Σύμφωνα με μελέτη που είχε πραγματοποιηθεί παλαιότερα από το τμήμα Υδραυλικής της Σχολής πολιτικών μηχανικών του Πανεπιστήμιου Πατρών, για το Φορέα Διαχείρισης των υδάτων του Φράγματος Πείρου-Παραπείρου είχε προταθεί η δημιουργία φορέα διαχείρισης μορφής ΑΕ, στην οποία την πλειοψηφία των μετοχών θα διαθέτει το Ελληνικό Δημόσιο και θα συμμετέχουν με το υπόλοιπο των μετοχών οι τρεις υδροδοτούμενοι Δήμοι (Πατρέων, Δυτ. Αχαίας και Ερυμάνθου).

Η σύσταση ενός φορέα διαχείρισης είναι ξεκάθαρο ότι είναι σημαντική για τη λειτουργία του έργου. Το σημαντικό σημείο είναι ποιος θα έχει την κυριότητα ενός τέτοιου φορέα. Οποιαδήποτε προσπάθεια ιδιωτικοποίησης που σκοπό θα έχει «την επαύξηση της αξίας και την βελτίωση της απόδοσης των περιουσιακών του στοιχείων καθώς και την δημιουργία εσόδων» θα οδηγήσει, όπως αποδεικνύεται από σειρά παρομοίων εγχειρημάτων στη Γαλλία, τη Γερμανία, τις ΗΠΑ και σε άλλες κατευθύνσεις όπως:

* στην περαιτέρω εμπορευματοποίηση του συλλογικού αγαθού του νερού

* στην αύξηση των τιμολογίων και στην παραμέληση επενδύσεων στις υποδομές και τα δίκτυα

* στην αύξηση του αριθμού πολιτών που θα βρεθούν αντιμέτωποι με τον κίνδυνο απώλειας του ανθρωπίνου δικαιώματος για πρόσβαση σε νερό και υγιεινή όπως αυτό ορίστηκε από τον ΟΗΕ στις 3 /8/2010 (A/RES/64/292)

* στην απώλεια ελέγχου του σχεδιασμού της υδατικής πολιτικής της χώρας με δεδομένη την στρατηγική σημασία και την τεχνογνωσία των δύο μεγαλύτερων εταιριών ύδρευσης της χώρας.

* στη σύναψη αδιαφανών συμβάσεων που όπως έχει αποδειχθεί στο Βερολίνο και αλλού είναι εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος καθώς περιέχουν όρους όπως εγγυήσεις κερδών κ.α.

Η εμπειρία σε άλλες χώρες μέχρι σήμερα, δείχνει ότι στις περισσότερες περιπτώσεις που πραγματοποιήθηκε η ιδιωτικοποίηση της διαχείρισης του νερού, οι συνέπειες αφενός μεν στο κόστος, αφετέρου στην ποιότητα του νερού υπήρξαν πολύ αρνητικές για τους δημότες.

Πόλεις, περιοχές και χώρες σε όλο τον κόσμο επιλέγουν όλο και περισσότερο να σταματήσουν την ιδιωτικοποίηση του νερού και να επαναδημοτικοποιήσουν τις υπηρεσίες με τη λήψη πίσω υπό δημόσιο έλεγχο της διαχείρισης της ύδρευσης και της αποχέτευσης.

Ας θυμηθούμε την περίπτωση του Παρισιού που, πριν μερικά χρόνια, λόγω των σημαντικών προβλημάτων που είχαν δημιουργηθεί από τους ιδιώτες από το 1985, ο Δήμος Παρισιού αποφάσισε και επαναδημοτικοποίησε τις υπηρεσίες ύδρευσης–αποχέτευσης.

Κατά τη διάρκεια συζήτησης, σε συνέδριο που συμμετείχα στη Μ. Βρετανία, Γερμανός επιστήμονας με τεράστια εμπειρία στην ποιότητα πόσιμου νερού παραδέχτηκε τα σημαντικά προβλήματα που δημιούργησε στην ποιότητα του, η ιδιωτικοποίηση των εταιρειών ύδρευσης στη Γερμανία.

Μεταξύ των μεγάλων πόλεων που έχουν ήδη επαναδημοτικοποιήσει τις υπηρεσίες περιλαμβάνονται η Άκρα (Γκάνα), το Βερολίνο (Γερμανία), το Μπουένος Άιρες (Αργεντινή), η Βουδαπέστη (Ουγγαρία), η Κουάλα Λουμπούρ (Μαλαισία), η Λα Παζ (Βολιβία), η Μαπούτο (Μοζαμβίκη), και το Παρίσι (Γαλλία), μεγάλες πόλεις στις ΗΠΑ (Atlanta, Milwaukee, Indianapolis).

Αντίθετα, στην ίδια περίοδο υπήρξαν πολύ λίγες περιπτώσεις ιδιωτικοποιήσεων σε μεγάλες πόλεις του κόσμου: για παράδειγμα εκείνη της Ναγκπούρ (Ινδία), η οποία έχει δεχθεί μεγάλη αντίθεση και κριτική, και της Jeddah (Σαουδική Αραβία).

Οι επαναδημοτικοποιήσεις συνέβησαν για τρεις κύριους λόγους: τα ευρέως διαδεδομένα προβλήματα που προκύπτουν από την ιδιωτικοποίηση του νερού ανεξαρτήτως από τη χώρα και το ρυθμιστικό καθεστώς, η ίση ή μεγαλύτερη αποδοτικότητα των δημόσιων υπηρεσιών ύδρευσης, οι χαμηλότερες τιμές που προκύπτουν από την εξάλειψη των υπερβολικών κερδών και το συγκριτικό πλεονέκτημα του δημόσιου τομέα στην υλοποίηση του ανθρώπινου δικαιώματος πρόσβασης σε υπηρεσίες ύδρευσης/αποχέτευσης και στην επίτευξη άλλων κοινωνικών και περιβαλλοντικών στόχων.

Η περίπτωση του Παρισιού έχει τον πιο έντονα συμβολικό χαρακτήρα καθώς το Παρίσι φιλοξενεί τα κεντρικά γραφεία των δύο μεγάλων πολυεθνικών νερού, και επειδή αυτές οι δύο πολυεθνικές κατείχαν τις ιδιωτικές συμβάσεις που καταγγέλθηκαν το 2009.

Επίσης, το Παρίσι και το Βερολίνο (όπου η επαναδημοτικοποίηση αποφασίστηκε το Σεπτέμβριο του 2013) είναι οι πρωτεύουσες των δύο χωρών, Γαλλία και Γερμανία αντιστοίχως, που θεωρείται ότι καθοδηγούν το πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μέχρι το Νοέμβριο του 2013, οι περιπτώσεις επαναδημοτικοποιήσεων σε όλο τον κόσμο αριθμούσαν συνολικά τις 86.  

Όλα αυτές εκτός από τρεις πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 2000 και 2013. Από τις 86 επαναδημοτικοποιήσεις, οι 51 αφορούν χώρες υψηλού εισοδήματος και οι 35 σε υπό ανάπτυξη και μεταβατικό στάδιο χώρες. Ο ρυθμός των επαναδημοτικοποιήσεων έχει διπλασιαστεί μετά το 2009. Αυτό οφείλεται στο παράδειγμα του Παρισιού το οποίο επιτάχυνε τις επαναδημοτικοποιήσεις στη Γαλλία.

Από τις 21 επαναδημοτικοποιήσεις που έλαβαν χώρα στη Γαλλία, 15 σημειώθηκαν στα τέσσερα χρόνια μεταξύ 2010 (όταν το Παρίσι επαναδημοτικοποίησε την υπηρεσία ύδρευσής του) και 2013, ενώ οι υπόλοιπες έξι σημειώθηκαν κατά τα τελευταία 12 έτη μεταξύ 1997 και 2009.

Είναι επίσης σημαντικό το γεγονός ότι ένας τόσο υψηλός αριθμός περιπτώσεων είναι συγκεντρωμένος στη Γαλλία, όπου η εμπειρία από την ιδιωτικοποίηση του νερού είναι πιο εκτεταμένη και ανάγεται δεκαετίες πίσω.

Σε χώρες μεσαίου και χαμηλού επιπέδου εισοδήματος, η επαναδημοτικοποίηση παίρνει ένα ελαφρώς διαφορετική μορφή. Ωστόσο, ακόμη και εδώ υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός επαναδημοτικοποιήσεων με περιπτώσεις υψηλού προφίλ, συμπεριλαμβανομένων του Μπουένος Άιρες, Λα Παζ, Γιοχάνεσμπουργκ, Νταρ Ες -Σαλάμ, και Γκάνα.

Παρά την αμείλικτη προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων και των συμπράξεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) με διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τώρα φαίνεται ότι η επαναδημοτικοποίηση του νερού είναι μια πολιτική επιλογή που ήρθε για να μείνει.

Η άμεση εμπειρία από τα προβλήματα της ιδιωτικής διαχείρισης των υδάτων – από την έλλειψη επενδύσεων σε υποδομές, τις τιμολογιακές αυξήσεις ως και τους περιβαλλοντικούς κινδύνους – έχει πείσει τις κοινότητες ότι ο δημόσιος τομέας είναι σε καλύτερη θέση να παρέχει ποιοτικές υπηρεσίες στους πολίτες και να προωθήσει το ανθρώπινο δικαίωμα στο νερό.

Η επαναδημοτικοποίηση συνήθως συμβαίνει μετά τον τερματισμό των ιδιωτικών συμβάσεων ή την μη ανανέωσή τους από τις τοπικές κυβερνήσεις , αλλά η διαδικασία δεν είναι πάντα (ή μόνο) σε δημοτική κλίμακα. Οι περιφερειακές και εθνικές αρχές έχουν σημαντική επιρροή στην χρηματοδότηση των υπηρεσιών και της πολιτικής, και σε κάποιες περιπτώσεις δρουν άμεσα ως φορείς του νερού, έτσι ώστε η διαδικασία εκτυλίσσεται μέσα σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο.

Οι ιδιωτικές εταιρείες ύδρευσης έχουν χρησιμοποιήσει έντονη προπαγάνδα για να πείσουν ότι οι συμβάσεις παραχώρησης, οι συμβάσεις μίσθωσης και άλλων ΣΔΙΤ είναι αρκετά διαφορετικές από την ιδιωτικοποίηση. Στην πραγματικότητα όλοι αυτοί οι όροι αφορούν τη μεταβίβαση του ελέγχου της διαχείρισης υπηρεσιών στον ιδιωτικό τομέα.
Υπάρχει εν εξελίξει ένα πανευρωπαϊκό κίνημα διαμαρτυρίας μέσω της διαδικασίας συλλογής υπογραφών ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του νερού. Μόλις συγκεντρωθεί ο ελάχιστος απαιτούμενος αριθμός υπογραφών από 7 χώρες, τότε δεσμεύεται η Κομισιόν να επανεξετάσει το ζήτημα.

Οι αντιδράσεις είναι δικαιολογημένες καθότι υπάρχουν αμέτρητα παραδείγματα από τις περιβόητες ΣΔΙΤ (συμπράξεις δημοσίου-ιδιωτικού τομέα) όπου οι πολυεθνικές εταιρείες ύδρευσης κατέχουν κάτι λιγότερο από το μισό του μετοχικού κεφαλαίου, αλλά ελέγχουν de facto την επιχείρηση.

Σημαντικό το παράδειγμα του Βερολίνου, το οποίο το 1999 εκποίησε το 49,9% της δικής του εταιρείας ύδρευσης (BWB). Παρά το μειοψηφικό τους πακέτο, οι ιδιωτικές εταιρείες ήλεγχαν τη διοίκηση ενώ παράλληλα είχαν αποσπάσει εγγυήσεις για μεγάλα κέρδη δυνάμει μυστικών συμφωνιών.

Το 2013, το νερό επέστρεψε πίσω σε δημόσια χέρια, έπειτα από 15 περίπου χρόνια ιδιωτικοποιήσεων με αντιδράσεις και λαϊκή κατακραυγή. Όπως φαίνεται, η πίεση της γερμανικής κυβέρνησης και των ευρωπαϊκών θεσμών για την ιδιωτικοποίηση του νερού βαίνει σε πλήρη αντίθεση με την τάση που επικρατεί στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπου οι πόλεις «επαναδημοτικοποιούν» το νερό έπειτα από τα πλείστα όσα αποτυχημένα παραδείγματα ιδιωτικοποιήσεων.

Ο τομέας ύδρευσης της Γερμανίας ανήκει και διοικείται σε συντριπτικό βαθμό από το Δημόσιο και ο γερμανικός πληθυσμός λαμβάνει υπηρεσίες ύδρευσης υψηλής ποιότητας από τις εν λόγω δημόσιες επιχειρήσεις. Το μεγαλύτερο πρόβλημα από την παραχώρηση του ελέγχου βασικών κοινωνικών υπηρεσιών σε κερδοσκοπικές πολυεθνικές ενέχει σοβαρούς κινδύνους για τα πιο ευάλωτα στρώματα του πληθυσμού της Ελλάδας που μαστίζεται από την κρίση.

Η επίμονη και επιθετική επιβολή των ιδιωτικοποιήσεων από τους θεσμούς έρχεται σε αντίθεση με τη βούληση των πολιτών. Είναι σκανδαλώδες ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ένας από τους τρεις θεσμούς που απαρτίζουν το κουαρτέτο, αγνοεί για ακόμα μια φορά την υποχρέωσή της που απορρέει από την Ευρωπαϊκή Συνθήκη, να παραμένει ουδέτερη σε θέματα που αφορούν το ιδιοκτησιακό καθεστώς των υπηρεσιών ύδρευσης.

Τέλος, εκτός από το θέμα της ποιότητας και του κόστους του νερού υπάρχει σημαντικό θέμα μελλοντικής ποσότητας του πόσιμου νερού λόγω της κλιματικής αλλαγής. Όπως αναφέρεται από όλους τους επιστήμονες η διαχείριση του νερού θα αποτελεί ένα ιδιαίτερο σημαντικό θέμα για τις επόμενες γενιές και λόγω της κλιματικής αλλαγής.

Οι εταιρείες ύδρευσης, το μόνο ρόλο που πρέπει να έχουν είναι, μέσω της πολιτικής τους, να διαχειρίζονται το νερό ως αγαθό. Κάθε εταιρεία ύδρευσης πρέπει να λειτουργεί ως κοινωνική εταιρεία και όχι ως κερδοσκοπική.

Ένας Δημόσιος φορέας κοινωνικού χαρακτήρα στον οποίο θα συμμετέχουν και οι τρείς δήμοι αναλογικά με τη χρήση του νερού που θα κάνουν θα πρέπει να συσταθεί. Ο νεοσύστατος φορέας θα διαχειρίζεται το πόσιμο νερό σε επίπεδο λεκανών απορροής των ποταμών Πείρου και Γλαύκου και των υδατορευμάτων και χειμάρρων των συναρμόδιων Δήμων.

Με την κίνηση αυτή, αφενός το νερό θα ελέγχεται από την τοπική αυτοδιοίκηση και η σύσταση και λειτουργία ενός τέτοιου φορέα, θα μπορούσε να συμβάλλει στην ανάπτυξη των τριών δήμων μέσω ενός σχεδίου βιώσιμης ανάπτυξης και παραγωγικής ανασυγκρότησης, στο τμήμα που αφορά την αξιοποίηση των υδάτινων πόρων με περιβαλλοντικά κριτήρια.

Θα αναρωτηθούν όμως, κάποιοι αν είναι δυνατόν να είναι βιώσιμος ένας τέτοιος φορέας με κοινωνικό χαρακτήρα; Κατά τη γνώμη μου, με ορθή διαχείριση και εκλογικευμένες δαπάνες (υπέρογκοι μισθοί, τεράστιες δαπάνες υλικών, εξυπηρέτηση εργολάβων) και με ενημέρωση των δημοτών για τη χρήση του νερού δεν είναι ακατόρθωτο.

Τα ερωτήματα απλά και με αυτονόητες απαντήσεις. Πως μπορείς να θέλεις να ιδιωτικοποιήσεις το νερό, το κοινωνικό αυτό αγαθό, που είναι βασικό για την ύπαρξή μας; Και πώς μπορείς να πουλήσεις κάτι που σου παρέχει η ίδια η φύση της περιοχής που ζεις; Και πόσο ιδιωτικοποιείς ένα αγαθό όταν από μόνο του είναι μονοπώλιο;

Τι πρέπει να γίνει; Αν για παράδειγμα, το θαλάσσιο μέτωπο είναι σοβαρό θέμα για την Πάτρα, το θέμα του νερού είναι κυρίαρχο και αφορά τρεις Δήμους. Οι δήμοι, άμεσα πρέπει να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να αγωνιστούν με οποιοδήποτε τρόπο για να μην περάσει ο στόχος της ιδιωτικοποίησης έστω και έμμεσα.

Συμμέτοχοι σε αυτό τον αγώνα πρέπει να είναι όλοι οι τοπικοί κοινωνικοί και επιστημονικοί φορείς όλο το πολιτικό δυναμικό της περιοχής μας και βέβαια οι ίδιοι οι πολίτες. Για μια ακόμη φορά το ζητούμενο είναι να μπουν οι Δήμοι επικεφαλής ενός ουσιαστικού, δυναμικού και στοχευμένου αγώνα.

*O Απόστολος Βανταράκης είναι Αναπλ. Καθηγητής Υγιεινής, Τμ. Ιατρικής, Παν/μιο Πατρών.